Στις
4 Ιουνίου 2004 η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου, που προερχόταν μάλιστα από
την ανέλπιστη κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, ηττήθηκε από την
Αλβανία στα Τίρανα. Οι αλβανοί μετανάστες πανηγύριζαν και πολλοί
έλληνες οπαδοί τούς απαντούσαν εν χορώ με το γνωστό ρατσιστικό σύνθημα
«Δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ, Αλβανέ». Εκείνη τη στιγμή, χωρίς να το
ξέρουν, οι οπαδοί αυτοί έπαιρναν θέση στο βασικό δίλημμα που
απασχολούσε το ελληνικό κράτος από συστάσεώς του: «Ελληνας γεννιέσαι ή
γίνεσαι;».
Τη μεγάλη αυτή
περιπέτεια της ιθαγένειας στη σύγχρονη ελληνική ιστορία την αφηγείται
για πρώτη φορά στο σύνολό της - και για πρώτη φορά με διεπιστημονική
ματιά - ο πανεπιστημιακός (Πάντειο) Δημήτρης Χριστόπουλος, ένας
ταυτόχρονα νομικός και πολιτικός επιστήμονας, ο οποίος υπήρξε από το
2003 έως το 2011 πρόεδρος της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του
Ανθρώπου (ΕΕΔΑ) με συμμετοχή στη μεταρρύθμιση του Κώδικα Ελληνικής
Ιθαγένειας το 2010. Μια μεταρρύθμιση που προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις
από ΝΔ και ΛΑΟΣ.
Η ιστορία
της ιθαγένειας είναι ταυτόχρονα και η ιστορία του ελληνικού κράτους:
αν πάμε αρκετά πιο πίσω, στα πρώτα χρόνια του σχηματισμού του ελληνικού
βασιλείου, αμέσως μετά την Επανάσταση, θα δούμε ότι κάποιοι άλλοι
Αλβανοί έτυχαν διαφορετικής μεταχείρισης. Ενώ δηλαδή το jus sanguinis
(δίκαιο αίματος) διαπνέει διαχρονικά το ελληνικό δίκαιο της ιθαγένειας,
στην πράξη συνδυάστηκε με το jus solis (δίκαιο εδάφους) κατά τον 19ο
αιώνα προκειμένου να σχηματιστεί το ελληνικό έθνος. Είναι ο λεγόμενος
«αιώνας της συμπερίληψης», έστω και αν η πρώτη ύλη δημιουργίας του
έθνους υπήρξε εξαρχής το «ορθόδοξο γένος». Οπως έλεγε ήδη η Νομική
Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδας, στα Σάλωνα του 1821, «όσοι
κάτοικοι της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν είναι Ελληνες». Κάτι που
απέκλειε, κατ' αρχήν, μουσουλμάνους και Εβραίους. Ωστόσο έως τον πρώτο
νόμο για την ιθαγένεια, το 1835, Ελληνες ήταν οι εγγεγραμμένοι σε
ελληνικούς δήμους. Αρα και οι αλβανόφωνοι της επικράτειας.
Αργότερα,
κάθε φορά που υπήρχε προσάρτηση εδαφών δινόταν μια τριετής συνήθως
περίοδος επιλογής για όσους ήθελαν να παραμείνουν Οθωμανοί και επομένως
να εγκαταλείψουν την επικράτεια, για τους άλλους όμως γινόταν «αθρόα
πολιτοποίηση».
Η ανάγκη,
απ' την άλλη, για νέους στρατιώτες ενόψει των πολέμων προσάρτησης νέων
εδαφών, οδήγησε σε μεγάλο βαθμό και στη διαμόρφωση της έννοιας του
«ομογενούς», που είναι μάλλον ελληνική πρωτοτυπία. Εντός της χώρεσαν
πολλοί, οριακά ακόμη και μουσουλμάνοι - Αλβανοί, βέβαια. Με βασιλικό
διάταγμα του Αυγούστου του 1904 δόθηκε η δυνατότητα σε αλβανικής
καταγωγής υποψηφίους να εισάγονται στη Σχολή Ευελπίδων χαρακτηριζόμενοι
ως «ομογενείς». Το αλβανικό κράτος δεν είχε ακόμη δημιουργηθεί -
ιδρύθηκε μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Ο δε χαρακτηρισμός «ομογενής»
ήταν και το πλατύσκαλο για την απόκτηση της ιδιότητας του έλληνα
πολίτη.
Η
«αναδίπλωση» έρχεται μετά τη Μικρασιατική Εκστρατεία και αργότερα, στα
τέλη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τα πράγματα αλλάζουν δραματικά. Είναι η
εποχή του «Ελληνας γεννιέσαι» καθώς η Μεγάλη Ιδέα έχει ηττηθεί και το
ελληνικό κράτος δεν προσδοκά πια πολλά πράγματα εκτός συνόρων. Και
είναι και η εποχή που μπορεί πια να επιβάλλεται και αφαίρεση της
ιθαγένειας. Για τους μουσουλμάνους Αλβανούς της Θεσπρωτίας, τους
Τσάμηδες, η αφαίρεση έγινε με νομικά ανορθόδοξο τρόπο και με
πρωταγωνιστή, και πάλι, τον Στρατό. Εκδιώχθηκαν το καλοκαίρι του 1944
και τρία χρόνια μετά, χωρίς να έχει προηγηθεί ατομική πράξη αφαίρεσης
ιθαγένειας, απλώς διαγράφτηκαν από τα Μητρώα Αρρένων, με απόρρητη
εγκύκλιο του Γενικού Επιτελείου Στρατού.
Είναι
η εποχή όπου στο παιχνίδι μπαίνει και το φρόνημα. Με βάση διάταγμα του
1927, «έλληνες υπήκοοι αλλογενείς, εγκαταλείποντες το ελληνικόν έδαφος
άνευ προθέσεως επανόδου, αποβάλλουσι την ελληνικήν ιθαγένειαν». Μαζί
και τα παιδιά τους. Το 1947, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου,
προστίθενται και οι «αντεθνικώς δρώντες στο εξωτερικό». Τα επόμενα δύο
χρόνια αφαιρείται η ιθαγένεια από 56.000 Ελληνες που αναχώρησαν για την
Ανατολική Ευρώπη, ανάμεσά τους και Σλαβομακεδόνες. Στη συνέχεια το
μέτρο εξακολουθεί να εφαρμόζεται κατά κομμουνιστών που «απέδειξαν ότι
στερούνται εθνικής συνειδήσεως».
Το
διάταγμα του 1927, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως για έλληνες Εβραίους,
ρουμανίζοντες Βλάχους και Σλαβομακεδόνες, μετατρέπεται σε άρθρο 19 του
Κώδικα Ιθαγένειας του 1955, με ταυτόσημο περιεχόμενο. Και δεν
καταργείται παρά το 1998 έπειτα από διεθνείς πιέσεις. Στο ενδιάμεσο -
και στη Μεταπολίτευση - χρησιμοποιείται για να αφαιρεθεί η ιθαγένεια
60.000 ανθρώπων, κυρίως μουσουλμάνων μειονοτικών της Θράκης και των
Δωδεκανήσων.
Οσο για τους
Εβραίους, το υπουργείο Εξωτερικών τους έδινε άδειες ταξιδιού (Laisser -
Passer) «διά Ισραήλ» με αντιπαροχή την ελληνική ιθαγένεια. Τους
ξαναδόθηκε η δυνατότητα ανάκτησης της ελληνικής ιθαγένειας τον
Σεπτέμβριο του 2011! Η ρύθμιση αφορά πλέον 400 εν ζωή Εβραίους.
Τις
τελευταίες δεκαετίες δύο είναι οι μεγάλες αλλαγές στο δίκαιο της
ιθαγένειας. Η πρώτη, με νόμο του 1984, ως συνέπεια της εγκαθίδρυσης
ισότητας των φύλων, είναι αυτή που καταργεί το ενιαίο σύστημα ιθαγένειας
μέσα στην οικογένεια. Η ελληνίδα μητέρα μπορούσε πλέον να μεταβιβάσει
την ιθαγένειά της στα παιδιά της, έστω και αν ο σύζυγος είναι ξένος.
Η
δεύτερη μεγάλη αλλαγή ήρθε το 2010: με αφορμή το ζήτημα των
μεταναστών, πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 2009 η πρώτη δημόσια συζήτηση
για το δίκαιο της ιθαγένειας, σε ένα τοπίο στο οποίο έως τότε υπήρχαν
μεγάλα περιθώρια αυθαιρεσίας της διοίκησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου