Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Απάντηση στην κρίση σημαίνει: Ειλικρίνεια, Δικαιοσύνη, Εξυγίανση.

Υποτέλεια! Εξάρτηση! Γερμανοτσολιάδες! Προσκυνημένοί! Πέντε χρόνια φανατισμού πέρασαν και  παρότι αυτη η προπαγάνδα είναι καταιγιστική και αδιάκοπη στην χώρα μας, εγώ συνεχίζω να μην καταλαβαίνω πως ένας δανεισμός με μόνο όρο την εξυγίανση του κράτους είναι υποτέλεια και προσκύνημα;
Υποτέλεια έχουμε και θα έχουμε όσο έχουμε ανάγκη από δανεικά.
Εξάρτηση έχουμε ήδη από τα ρουσφέτια όλων των αποχρώσεων της μεταπολίτευσης. Προσωπικά, ο μόνος μου φόβος είναι πως η τρόικα δεν θα καταφέρει ούτε αυτή τη φορά να στρέψει την ελληνική κυβέρνηση στο σωστό δρόμο και θα συνεχίσω να είμαι δούλος του κράτους. Οι περισσότεροι  Έλληνες παραμένουν εξαπατημένοι από τη συντονισμένη προπαγάνδα του συνόλου των κομάτων της βουλής. Μιλάμε για τα μνημόνια σαν να είναι ένας μύθος. Ελάχιστοι έχουν την παραμικρή ιδέα για το τι πραγματικά γράφουν και με ποια φιλοσοφία καταρτίστηκαν ως κείμενα.
Χωρίς να υπάρχει σκοπός αγιοποίησης των εταίρων μας, που ως τεχνοκράτες ορθολογιστές και χωρίς συναισθηματισμούς   σχεδιασαν ένα  πλάνο εξόδου από την κρίση (το μόνο που υπήρξε ποτέ), θα πρέπει να υπογραμιστεί- όσο περίεργο και αν φαίνεται- πως τα μνημόνια ουδέποτε ζητήσανε μειώσεις μισθών, καταργήσεις κοινωνικών παροχών και συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Ζητούσαν πολύ απλά τη μείωση του κράτους.
Όλα όσα ίσχυσαν δεν ήταν παρά  τα ελληνικής έμπνευσης ισοδύναμα, προκειμένου να μην πειραχθούν οι πελάτες του ελληνικού κομματικού συστήματος.
Αντί λοιπόν της μείωσης του αριθμού των ΔΥ μειώθηκε ο μισθός τους, αντί της κατάργησης  των  πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, μειώθηκαν όλες οι συντάξεις και πάει λέγοντας. Το ότι μερικοί εργοδότες του ιδιωτικού τομέα εκμεταλλεύθηκαν τη μείωση του βασικού μισθού για να επαναπροσλάβουν φτηνότερα χέρια είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο, το οποίο όμως θα μπορούσε να αποφευχθεί αν δεν μειωνόταν ο βασικός μισθός προκειμένου να αλλάξει ο τρόπος υπολογισμού της μισθοδοσίας του δημοσίου. 
Οι μειώσεις μισθών που αποσκοπούσαν στο να ρίξουν το κόστος ζωής στην Ελλάδα ήταν δική μας πρόταση την οποία δέχτηκε η τρόικα.  Είναι αρκετές οι συνεντεύξεις των Τόμσεν, Τρισέ κλπ που σπανίως η εγχώρια προπαγάνδα αφήνει να δουν το φως της δημοσιότητας, όπου αναφέρονται σε αυτό. 
Πρώτη και μοναδική απαίτηση των δανειστών ήταν η μείωση του κράτους και των δαπανών του. (και φυσικά άνοιγμα της αγοράς και των κλειστών επαγελμάτων).
Ποιός όμως θα μπορούσε να αναλάβει μια τόσο βαριά κοινωνική ευθύνη; Ήδη το τίμημα είναι πολύ βαρύ για τα παραδοσιακά κόμματα, χωρίς να εφαρμόσουν ούτε το ένα τέταρτο από όσα προβλεπόταν. Είναι λογικό πως για να απολύσεις δημόσιους υπαλληλους θα πρέπει καταρχήν να απαντήσεις στο δίλημμα: Να φύγουν όσοι μπήκαν από το παράθυρο ή όσοι δεν χρειάζονται;  Και μέχρι ποιό σημείο μπορείς να θεωρήσεις ότι τα κριτήρια επιλογής τους ήταν αξιοκρατικά;  Από την άλλη, ένα 20% τουλάχιστον των παρεχόμενων "υπηρεσιών" του κράτους προς τους πολίτες είναι παντελώς άχρηστο και μόνο του σκοπό έχει τη διατήρηση της θέσης του υπαλλήλου, κάνοντας ταυτόχρονα δύσκολη τη ζωή του συναλασσόμενου. 
Καθέ Έλληνας γνώριζε ότι δεχόμενοι πιέσεις οι κυβερνώντες, καλύπτοντας ημετέρους και ανταποδίδοντας εξυπηρετήσεις, θα γλυτώναν όσους δεν έπρεπε και θα την πληρώναν όσοι δεν φταίνε. Για αυτό σύσσωμη η ελληνική κοινωνία, με μια άτυπη ομερτά προστατεύει προνόμια και κάθε κοινωνική τάξη τρέμει τις συνέπειες για την ίδια.  Οι όποιες απολύσεις έγιναν τελικά, ήταν στα τυφλά, σπασμωδικά και χωρίς σχεδιασμό, παρότι τυπικά εισήχθη το μέτρο της κινητικότητας και σχεδιάστηκε ένα σύστημα αξιολόγησης πολύ αμφίβολο. Εν κατακλείδι, όλα προσέκρουσαν στην ελληνική νοοτροπία που ακόμη και αυτόν τον  ΑΣΕΠ κατάφερε και κατέστρεψε, ο οποίος όπως τροποποιήθηκε σταδιακά,  επιδέχθηκε πολλές αλλοιώσεις και αμφισβητήσεις, πλην μόνο όσων αφορούν των γραπτών εξετάσεων.
 Καταλήξαμε λοιπόν αρχικά στις μειώσεις μισθών και τη φορολόγηση, τα οποία αποτελούν τρανό παράδειγμα ότι οι κυβερνήσεις μας δεν αποφασίσαν με γνώμονα το κοινό συμφέρον, ούτε υπό την επιρροή κοινωνικών ευαισθησιών.  Οπότε, καλώς υπήρξε και η καχυποψία απέναντι στις απολύσεις. Όμως, το ότι συναποφασίσαμε τα μνημόνια, δε σημαίνει ότι επιλέχθηκαν οι προτάσεις της τρόικας. Κι ήταν μάλλον μέγιστο λάθος των δανειστών το ότι δέχτηκαν τα ελληνικά υφεσιακά ισοδύναμα.
Ο μισθός των ΔΥ όπως και οι συντάξεις και όλες οι παροχές (κρατικές δαπάνες) υπολογίζονται βάσει του κατώτατου μισθού, ο οποίος είναι κοινός και για τον δημόσιο και για τον ιδιωτικό τομέα. Έτσι λοιπόν, προκειμένου να μειώσουν τις κρατικές δαπάνες, πήρε η μπάλα και τον ιδιωτικό τομέα.
Κατά λέξη τα λεγόμενα του Τόμσεν σε εκδήλωση του Ελληνοαμερικανικού επιμελητηρίου τον Δεκέμβριο του 2010:
"δεν ζητήσαμε μειώσεις μισθών στον ιδιωτικό τομέα. Το συζητήσαμε εκτενώς με την κυβέρνηση, αλλά συμφωνήσαμε ότι σε συνθήκες ύφεσης και πληθωρισμού δεν υπάρχει τέτοια ανάγκη". Αντιθέτως, σημείωνε ότι ήταν αναγκαία η μείωση κατά 15% των μισθών στο  δημόσιο τομέα που έγινε το 2010, καθώς επρόκειτο για ένα μέτρο άμεσης  απόδοσης. Το 2012, όταν πια η τρόικα το πήρε απόφαση ότι στην Ελλάδα δεν θα πειραχτεί ποτέ το δημόσιο, δεν είχαν άλλη λύση οι δανειστές για να καταστήσουν ανταγωνιστική την οικονομία μας -απαλάσσοντάς την από το βαρίδι του κράτους- από το να την κινεζοποιήσουν μέσω της μείωσης των μισθών. Πράγμα βέβαια αδύνατον, διότι οι φόροι παρέμειναν σε αστρονομικά επίπεδα εκτοξεύοντας το κόστος των υπηρεσιών και των αγαθών στο θεό. 
Τα υψηλότοκα δάνεια του παρελθόντος συνέχισαν να αποπληρώνονται με τα νέα χαμηλότοκα που παίρναμε από την τρόικα ως τώρα μέσω του προγράμματος διάσωσης, το κράτος μέχρι πρότινος δεν έδινε ούτε ένα ευρώ για αποπληρωμή παλαιών δανείων. Ειναι μέγιστη διαστρέβλωση της πραγματικότητας  πως πληρώναμε τα μέτρα  για τους δανειστές. To σύνολο των φόρων πήγαινε  σε μισθούς και συντάξεις. Και πάλι ίσα που βγάζαμε πλεόνασμα.
Αυτοσκοπός του κράτους είναι να παρέχει υπηρεσίες προς τους φορολογούμενους με όσο το δυνατόν χαμηλότερο κόστος και όχι να σιτίζει αναξιοπαθούντες. Αν θέλουμε να φροντίσουμε ευπαθή κοινωνικά στρώματα υπάρχουν και τα επιδόματα, όπως για όλους τους Έλληνες. Παράλληλα, δεν υπάρχει κανείς που να μη συμφωνεί στο να παταχθεί η φοροαποφυγή από τα μεγάλα ψάρια και τους κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες. Είναι ύψιστης σημασίας η μείωση των δαπανών μέχρι να ορθοποδήσουμε σαν χώρα.  Το ένα δεν απαγορεύει το άλλο. Αναζητούμε τα αίτια της κρίσης, γιατί στα αίτια πρέπει να απαντήσουμε. Και η απάντηση που θα δώσουμε πρέπει να χαρακτηρίζεται από τρεις λέξεις: Ειλικρίνεια, Δικαιοσύνη, Εξυγίανση. Αυτά δεν μπορούμε να τα πετύχουμε παρά μόνο σαν κοινωνία συνολικά, όχι περιμένωντας από οποιαδήποτε κυβέρνηση, όσες και να αλλάξουν...

Β.Τ.