Η Φινλανδία έχει πληθυσμό 5.200.000 κατοίκους από τους οποίους το 65%
ζει σε πόλεις και
οικοδομικά ανεπτυγμένες περιοχές. Το πολίτευμα είναι προεδρευόμενη
δημοκρατία. Η τοπική αυτοδιοίκηση περιλαμβάνει 12 περιφέρειες και 440 δήμους.
Η εκπαίδευση, σε όλες τις βαθμίδες της παρέχεται δωρεάν. Τα
προγράμματα για την παιδεία έχουν σαν βασικό στόχο να ανεβάσουν το επίπεδο της
εκπαίδευσης και να παρέχουν σε όλους τους πολίτες ίσες ευκαιρίες. Στόχος των
προγραμμάτων για την παιδεία σήμερα δεν είναι πλέον οι υποδομές, που έχουν
φθάσει σε ικανοποιητικό επίπεδο (υπάρχουν αρκετές αίθουσες διδασκαλίας που
καλύπτουν όλες τις εκπαιδευτικές ανάγκες), αλλά η συνεχής βελτίωση της ποιότητας
της εκπαίδευσης.
Οι εργώδεις προσπάθειες για τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος
άρχισαν από τη
δεκαετία του 1970 και συνεχίζονται αδιάλειπτα. Το 1993 το Συμβούλιο
της Επικρατείας αποφάσισε, επί της αρχής, την ενδυνάμωση του ρόλου της
εκπαίδευσης και της επιστημονικής έρευνας στο πλαίσιο της εθνικής αναπτυξιακής
πολιτικής.
Οι βασικοί στόχοι της πολιτικής για την παιδεία σήμερα είναι:
• Να διατηρηθεί υψηλό και ευρύ επίπεδο εκπαίδευσης
• Να προωθηθεί η πνευματική ανάπτυξη του έθνους
• Να βελτιωθεί η ποιότητα της εκπαίδευσης και της έρευνας
• Να ενθαρρυνθούν η πρωτοβουλία και οι επιχειρήσεις
• Να επεκταθεί η βιομηχανική βάση
• Να εναρμονισθούν εκπαίδευση και εργασία
• Να αναπτυχθούν οι επαγγελματικές ικανότητες
Να διατηρηθεί υψηλό και ευρύ επίπεδο εκπαίδευσης
• Να προωθηθεί η πνευματική ανάπτυξη του έθνους
• Να βελτιωθεί η ποιότητα της εκπαίδευσης και της έρευνας
• Να ενθαρρυνθούν η πρωτοβουλία και οι επιχειρήσεις
• Να επεκταθεί η βιομηχανική βάση
• Να εναρμονισθούν εκπαίδευση και εργασία
• Να αναπτυχθούν οι επαγγελματικές ικανότητες
• Να μειωθεί η ανεργία.
Από τον Απρίλιο του 2003 άρχισε να λειτουργεί, σε συνεργασία με το
υπουργείο παιδείας,
Συμβούλιο Αξιολόγησης και Επιμόρφωσης, το οποίο είναι υπεύθυνο για το
σχεδιασμό, τον
συντονισμό, τη διαχείριση, την ανάπτυξη και αξιολόγηση της
εκπαίδευσης.
Το εκπαιδευτικό σύστημα της Φινλανδίας είναι από τα πλέον
αποκεντρωμένα της Ευρώπης σε αντίθεση με το Ελληνικό που είναι το πλέον
συγκεντρωτικό. Πληθώρα εκπαιδευτικών αρμοδιοτήτων έχει παραχωρηθεί στην τοπική
αυτοδιοίκηση και όχι απευθείας στα σχολεία. Η αποκέντρωση δηλ. έχει γίνει σε
επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης και όχι σχολείου.
Σύμφωνα με έρευνα του ΟΟΣΑ στην Ελλάδα παρατηρείται ο μεγαλύτερος
βαθμός συγκεντρωτισμού στην εκπαίδευση, στην Ευρώπη (88% ακολουθεί το
Λουξεμβούργο με 66%).
Οι αποφάσεις λαμβάνονται συχνότερα σε επίπεδο σχολείου στην Αγγλία,
την Ουγγαρία, τη
Σλοβακία, την Τσεχία και ιδιαίτερα στην Ολλανδία όπου όλες οι
αποφάσεις λαμβάνονται σε επίπεδο σχολείου.
Η υποχρεωτική 9ετής εκπαίδευση είναι ενιαία και περιλαμβάνει το
κατώτερο στάδιο (ISCED 1) και το ανώτερο (ISCED 2). Υπάρχει η 10η
προαιρετική τάξη που την ακολουθούν συνήθως όσοι δεν συνεχίζουν σπουδές. Η
ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ( ISCED 3 ) περιλαμβάνει το λύκειο και τις
τεχνικές σχολές με 3ετή διάρκεια σπουδών και για τα δύο σχολεία. Η Ανώτατη
εκπαίδευση περιλαμβάνει 2 παράλληλους τομείς, τα πανεπιστήμια και τα
πολυτεχνεία.
Ο προσανατολισμός του όλου εκπαιδευτικού συστήματος είναι εστιασμένος
μεταξύ κουλτούρας και ανταποδοτικότητας. Το χάσμα μεταξύ των λεγόμενων καλών
και κακών μαθητών δεν είναι μεγάλο, καθώς σε όλους τους μαθητές παρέχεται
ενισχυτική διδασκαλία, εφόσον την έχουν ανάγκη. Το επάγγελμα του εκπαιδευτικού
απολαμβάνει υψηλό κοινωνικό κύρος, οι
μισθοί των εκπαιδευτικών αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τις τοπικές
αρχές. Γενικά οι μισθοί των εκπαιδευτικών κινούνται στον Μ.Ο. των χωρών του
ΟΟΣΑ. Ο συνδικαλισμός των εκπαιδευτικών είναι ανεξάρτητος από τα κόμματα, δεν
υπάρχουν παρατάξεις, ανήκουν όλοι σε ένα συνδικαλιστικό όργανο (νηπιαγωγοί
μέχρι και πανεπιστημιακοί). Το συνδικαλιστικό όργανο των εκπαιδευτικών
συμμετέχει θεσμικά στη σύνταξη των προγραμμάτων και σπάνια έρχεται σε
αντιπαράθεση με τη διοίκηση.
Οι εκπαιδευτικοί επιμορφώνονται
συχνά, μερικές φορές με δικά τους έξοδα. Κάθε χρόνο δεν γίνονται μαθήματα 3
ημέρες και οι εκπαιδευτικοί επιμορφώνονται σε διάφορα προγράμματα. Υπάρχει
στενή συνεργασία γονέων και σχολείων, η σχολική διαρροή στην 9ετή εκπαίδευση
είναι κάτω του 1%. Ακόμη, όλοι οι μαθητές δικαιούνται δωρεάν μεταφορά και ένα
σχολικό γεύμα.
Η κρατική επιχορήγηση των σχολείων είναι 57% και τα επιπλέον έξοδα
αναλαμβάνουν οι
δήμοι. Ωστόσο το ποσοστό 57% είναι κυμαινόμενο ( 25 έως 70% ) και
εξαρτάται από τον αριθμό των μαθητών και την οικονομική δυνατότητα του δήμου.
Οι μισθοί των εκπαιδευτικών πληρώνονται από το σχολείο ή τον ιδιοκτήτη του
σχολείου, συνήθως το δήμο. Η φοίτηση στο 9ετές υποχρεωτικό σχολείο είναι δωρεάν
και περιλαμβάνει τη διδασκαλία, το διδακτικό υλικό, το φαγητό στο σχολείο και
τη μεταφορά. Στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση το φαγητό και η μεταφορά είναι
δωρεάν αλλά οι μαθητές συνήθως επιβαρύνονται τα έξοδα του διδακτικού υλικού.
Στα σχολεία εκτός των εκπαιδευτικών εργάζονται διοικητικοί, γιατροί,
νοσηλευτές, ψυχολόγοι κλπ. Τα πανεπιστήμια επιχορηγούνται απευθείας από τον
κρατικό προϋπολογισμό. Η κυβέρνηση υποστηρίζει οικονομικά τους σπουδαστές της
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και τους φοιτητές μέσω επιχορηγήσεων, φοιτητικών
δανείων και με επιχορηγήσεις επιτοκίων.
Όλα τα παιδιά ηλικίας μέχρι 6 ετών δικαιούνται παιδική μέριμνα εάν το
επιθυμούν οι γονείς τους. Οι κύριες μορφές παιδικής μέριμνας είναι το
νηπιαγωγείο/παιδικός σταθμός και η ημερήσια μέριμνα σε οικογένεια. Εκτός από
παιδικό σταθμό οι γονείς μπορούν να επιλέξουν το δημοτικό επίδομα παιδικής
μέριμνας, με το οποίο μπορούν να οργανώσουν την ημερήσια μέριμνα των παιδιών
τους όπως επιθυμούν. Στην ηλικία 6 έως 7 ετών τα παιδιά μπορούν να
παρακολουθούν μαθήματα νηπιαγωγείου σε παιδικούς σταθμούς ή σε σχολείο βασικής
εκπαίδευσης.
Η διάρκεια του σχολικού έτους είναι 190 ημέρες με έναρξη από τα μέσα
Αυγούστου και λήξη αρχές Ιουνίου. Οι διδακτικές ώρες ανά εβδομάδα αρχίζουν από
19 για τις μικρές τάξεις και στο τέλος φθάνουν τις 30. Οι μαθητές από την
ηλικία των 7 ετών μέχρι τα 16 φοιτούν στο ίδιο σχολείο ( κτίριο). Όταν οι
γονείς εργάζονται μπορούν να αφήνουν τα παιδιά τους για φύλαξη στο σχολείο.
Έτσι στον ίδιο χώρο μπορούνε να συναντήσουνε παιδιά από 1 έτους μέχρι 16 ετών.
Αυτή η συνύπαρξη παιδιών με τόσο μεγάλη διαφορά ηλικίας φαίνεται εκ πρώτης
όψεως ότι δημιουργεί προβλήματα, ωστόσο μια τέτοια ατμόσφαιρα δημιουργεί την
αίσθηση ενός φιλικού και οικογενειακού
χώρου στον οποίο οι νεαροί μαθητές αισθάνονται αρκετά ασφαλείς. Η παραμονή των
παιδιών για πολλά χρόνια στον ίδιο χώρο έχει το πλεονέκτημα ,ότι το
εκπαιδευτικό προσωπικό έχει τη δυνατότητα να
γνωρίσει καλά τους γονείς και να παρακολουθεί διαχρονικά την εξέλιξη
και πρόοδο των παιδιών τους. Το
πρόγραμμα σπουδών είναι ενιαίο για τα 9 χρόνια και δεν υπάρχουν επικαλύψεις. Οι
εβδομαδιαίες ώρες διδασκαλίας ξεκινούν από 19 και φθάνουν τις 30 στην 8η
και 9η τάξη. Στην Ελλάδα οι αντίστοιχες ώρες ξεκινούν από 25 στην α’
δημοτικού, φθάνου στις 30 στην 6η και είναι σταθερά 35 στο γυμνάσιο.
Η επιστημονική και παιδαγωγική κατάρτιση των εκπαιδευτικών είναι υψηλή
και η συντριπτική πλειοψηφία των δασκάλων είναι κάτοχοι master. Οι μαθητές που
δεν παίρνουν απολυτήριο (σχολική διαρροή ) αποτελούν το 1% αλλά οι μισοί από
αυτούς το παίρνουν αργότερα.
Στην Ελλάδα πρέπει να επισημάνουμε ότι, ενώ οι μαθητές διδάσκονται πολύ περισσότερες ώρες (εκτός των
φροντιστηρίων και των ιδιαίτερων) εν τούτοις στους διεθνείς διαγωνισμούς της
PISA καταλαμβάνουν τις τελευταίες θέσεις ενώ οι αντίστοιχοι Φιλανδοί την 1η
θέση. Αυτό, εκτός των άλλων, μπορεί να αποδοθεί επιγραμματικά και στο γεγονός
ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα δίνει κατακερματισμένες γνώσεις και καλλιεργεί
την αποστήθιση, ενώ το Φινλανδικό καλλιεργεί την διαθεματικότητα και την
κριτική σκέψη.
Η ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση χωρίζεται σε γενική και τεχνική. Οι
μαθητές κατά το σχολ. έτος 1999-2000 παρακολουθούσαν , σε ποσοστό 44,7% γενική
εκπαίδευση και σε
ποσοστό 55,3% τεχνική εκπαίδευση. Το ποσοστό της τεχνικής εκπαίδευσης
αυξήθηκε κατά το σχολ. Έτος 2001-2002 σε 57,2% και της γενικής μειώθηκε σε 42,8%.
Οι απόφοιτοι της 9ετούς υποχρεωτικής εκπαίδευσης συνεχίζουν σπουδές στην
ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε ποσοστό πάνω από 90%. Το σχολείο γενικής
εκπαίδευσης είναι το λύκειο και της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης η
επαγγελματική σχολή. Οι απόφοιτοι των λυκείων και των επαγγελματικών σχολών
έχουν δικαίωμα να συνεχίσουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οι σπουδές στο λύκειο
έχουν σχεδιασθεί για 3 χρόνια αλλά οι μαθητές μπορούν να συμπληρώσουν τις
σπουδές τους από 2 έως 4 χρόνια. Αυτή η καινοτομία δίνει εύκολα τη δυνατότητα
να γίνεται η διδασκαλία σε επίπεδα, σε πολλά μαθήματα, πράγμα που διευκολύνει
την πρόσληψη γνώσεων. Το περιεχόμενο σπουδών του γενικού λυκείου περιλαμβάνει
και τεχνικά - πρακτικά μαθήματα.
Όλα τα σχολεία λειτουργούν χωρίς διαχωρισμούς σε τάξεις δηλ. η πρόοδος
των μαθητών στις σπουδές τους δεν συνδέεται με τα σχολικά έτη. Οι μαθητές έχουν
τη δυνατότητα να επιλέξουν πότε θα παρακολουθήσουν τα μαθήματα που διδάσκονται
στο σχολείο. Οι σπουδές στο λύκειο έχουν σχεδιασθεί για 3 χρόνια. Ο απολυτήριος
τίτλος του λυκείου παρέχεται μετά από επιτυχείς εθνικές εξετάσεις που γίνονται
σε μορφή τεστ και περιλαμβάνουν 4 υποχρεωτικά μαθήματα δηλ. 2 εθνικές γλώσσες ,
μια ξένη γλώσσα και μαθηματικά ή φυσικές επιστήμες ή φιλολογικά /ανθρωπιστικά
μαθήματα. Στο τέλος των σπουδών τους οι μαθητές υποβάλλουν αίτηση για την
εισαγωγή τους σε πανεπιστήμια ή πολυτεχνεία.
Όσοι μαθητές δεν ολοκληρώσουν τις σπουδές τους στο λύκειο μπορούν να το
κάνουν αυτό φοιτώντας αργότερα σε σχολείο ενηλίκων. Όσοι απόφοιτοι λυκείου
επιθυμούν να πάρουν πτυχίο τεχνικής σχολής μπορούν να παρακολουθήσουν ειδικό
πρόγραμμα επαγγελματικών μαθημάτων διάρκειας, συνήθως, 2 εξαμήνων. Οι μαθητές
αυτοί δεν έχουν βεβαίως διδαχθεί τα ίδια μαθήματα με εκείνους των
επαγγελματικών σχολών αλλά εάν κριθούν ικανοί στις εξετάσεις μπορούν να πάρουν
τίτλο. Η σύγκριση με το δικό μας λύκειο εστιάζεται στην κατάργηση του
προβιβασμού και στις αναβαθμισμένες απολυτήριες εξετάσεις που διεξάγονται σε
εθνικό επίπεδο. Είναι δύο στοιχεία που χρήζουν μελέτης διότι η μονολιθικότητα
του γενικού λυκείου στη χώρα μας με τη μόνιμη εξάρτησή του από τις πανελλήνιες
εξετάσεις και το αναχρονιστικό περιεχόμενο σπουδών το έχουν καταντήσει σχολείο
περασμένης εποχής.
Για την απόκτηση του επαγγελματικού τίτλου απαιτείται και 6μηνη
πρακτική άσκηση σε χώρους εργασίας η οποία είναι επικεντρωμένη σπουδή που
διεξάγεται σε χώρο εργασίας με επίβλεψη και αξιολόγηση. Η πρακτική άσκηση,
αντίθετα με την περίπτωση της μαθητείας, δεν προβλέπει σύμβαση μεταξύ
εργοδότη και σπουδαστών, αλλά ο εργοδότης πληρώνεται από τη σχολή για τις
υπηρεσίες που παρέχει. Η πρακτική άσκηση ποικίλει ανάλογα με την ειδικότητα
και διαρκεί συνήθως από 1 έως 5 μήνες.
Ξεκινώντας κανείς να μελετήσει το Φινλανδικό εκπαιδευτικό σύστημα,
λόγω του ότι οι Φιλανδοί μαθητές επιτυγχάνουν πρωτιές στα μαθήματα γενικής
παιδείας, ανακαλύπτει ότι όλο το σύστημα είναι εστιασμένο, κυρίως, στην
ανάπτυξη της χώρας. Οι Φιλανδοί έχουν αντιληφθεί ότι η σύγχρονη αγορά εργασίας,
η οικονομία, η ανάπτυξη απαιτούν επαγγελματική εκπαίδευση υψηλού επιπέδου η
οποία με τη σειρά της απαιτεί γενική εκπαίδευση υψηλού επιπέδου. Η μικρή αυτή
χώρα που δημιούργησε την πολυεθνική, πλέον, εταιρεία NOKIA (η εταιρεία αυτή
αποδίδει ετήσια έσοδα στο κράτος άνω του 3% επί του ΑΕΠ ) το πέτυχε αυτό διότι
απέκτησε πρώτα εκπαιδευτικό σύστημα υψηλού επιπέδου απαλλαγμένο από
αναχρονιστικές ιδέες και ιδεοληψίες που θέλουν την εκπαίδευση μακριά από την
αγορά εργασίας. Τέτοιες ιδέες υπάρχουν ακόμη στη χώρα μας, παρουσιάζονται έντεχνα
σαν προοδευτικές ενώ είναι βαθύτατα αναχρονιστικές, συντηρητικές και σε κάθε περίπτωση
επικίνδυνες για την πρόοδο της χώρας μας.
Η τάση που επικρατεί σε όλη την Ε.Ε., αλλά και παγκόσμια, είναι η
σύζευξη εκπαίδευσης και εργασίας διότι η σύγχρονη οικονομία χαρακτηρίζεται ως
οικονομία της γνώσης. Ποτέ άλλοτε ο ρόλος των ανθρωπίνων πόρων δεν είχε τόσο μεγάλη
σημασία όπως σήμερα. Οι βασικοί στόχοι της πολιτικής για την παιδεία και την
επιστήμη, που αναφέραμε πιο πάνω,
συμπεριλαμβάνουν την εναρμόνιση εκπαίδευσης και εργασίας, την ανάπτυξη
επαγγελματικών ικανοτήτων, την επέκταση της βιομηχανικής βάσης, την μείωση της
ανεργίας κλπ. δίνουν ένα ξεχωριστό, αναβαθμισμένο ρόλο στην τεχνική
επαγγελματική εκπαίδευση και την καθιστά πραγματικά τουλάχιστον ισότιμη με τη
γενική. Με σπουδές 3 ετών δίνεται η δυνατότητα στους απόφοιτους να πάρουν
πτυχίο και να εργασθούν ενώ ταυτόχρονα εάν το επιθυμούν μπορούν να εισαχθούν σε
οποιοδήποτε πολυτεχνείο ή πανεπιστήμιο. Η τεχνική εκπαίδευση είναι στενά
συνδεδεμένη με την αγορά εργασίας και η πρακτική άσκηση που απαιτείται για τη
λήψη του πτυχίου τους διευκολύνει τη επαγγελματική τους αποκατάσταση.
Η ανώτατη εκπαίδευση περιλαμβάνει 2 παράλληλους τομείς : Τα
πανεπιστήμια και τα πολυτεχνεία. Τα πανεπιστήμια δίνουν έμφαση στην
επιστημονική έρευνα και την θεωρητική γνώση ενώ τα πολυτεχνεία είναι
εκπαιδευτικά ιδρύματα με επαγγελματικό προσανατολισμό. Τα πανεπιστήμια είναι
όλα κρατικά ενώ τα πολυτεχνεία ανήκουν στην τοπική αυτοδιοίκηση ή σε ιδιώτες.
Μερικές φορές ιδιωτικές εταιρίες συνεργάζονται με τα πανεπιστήμια και τα
πολυτεχνεία, γεγονός που αποβαίνει σε όφελος και των δύο. Η εξειδίκευση σχεδόν
πάντα αποτελεί το κλειδί της επιτυχίας. Σε όλη την τριτοβάθμια εκπαίδευση
υπάρχει “κλειστός αριθμός” φοιτητών ( numerus clausus ) σε όλους τους τομείς
των σπουδών. Οι σπουδαστές της ανώτατης εκπαίδευσης αντιπροσωπεύουν περίπου το
68% των νέων που έχουν την αντίστοιχη ηλικία πανεπιστημιακών σπουδών και είναι
κατανεμημένοι, κατά Μ.Ο. 31% στα πανεπιστήμια και 37% στα πολυτεχνεία.
Το Υπουργείο Παιδείας είναι υπεύθυνο για τη γενική ανάπτυξη του
συστήματος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το κάθε ίδρυμα διέπεται από Νόμο της
Βουλής. Οι στόχοι και οι σκοποί των βασικών πτυχίων και η δομή των πτυχίων της
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ορίζονται από διάταγμα. Τα πανεπιστήμια είναι ανώτατα
εκπαιδευτικά ιδρύματα τα οποία έχουν μεγάλο βαθμό αυτονομίας όσον αφορά την
οργάνωση της διδασκαλίας, της έρευνας, και άλλων εσωτερικών θεμάτων. Τα
προγράμματα σπουδών συντάσσονται από τα πανεπιστήμια σε συνεργασία με το
Υπουργείο Παιδείας με στόχους και προοπτική 3ετίας. Η στενή σχέση μεταξύ της
έρευνας και της διδασκαλίας είναι χαρακτηριστικό του πανεπιστημιακού
συστήματος. Όλα τα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προσφέρουν βασικές και
ανώτερες σπουδές μέχρι του διδακτορικού επιπέδου, και υποχρεούνται να
ασχολούνται με την έρευνα. Τα πανεπιστήμια προσφέρουν επίσης συνεχιζόμενη κατάρτιση,
επαγγελματικές σπουδές και μαθήματα ανοιχτού πανεπιστημίου.
Υπάρχουν 20 πανεπιστήμια εκ των οποίων 10 πολλαπλών τομέων, 3
τεχνολογίας και αρχιτεκτονικής, 3 οικονομικών επιστημών και διοίκησης
επιχειρήσεων, 1 πανεπιστήμιο βιομηχανικών τεχνών 1 ακαδημία καλών τεχνών 1
ακαδημία μουσικής και 1 ακαδημία θεάτρου. Σε επίπεδο ανώτατης εκπαίδευσης
λειτουργούν και στρατιωτικές σχολές. Οι προϋποθέσεις εισαγωγής σπουδαστών
αποφασίζονται από το κάθε πανεπιστήμιο. Τα κριτήρια επιλογής και οι προθεσμίες
υποβολής αιτήσεων διαφέρουν μεταξύ των ιδρυμάτων, του πεδίου σπουδών, ακόμη και
των τομέων του ίδιου χώρου. Η εισαγωγή γίνεται με εξετάσεις ή με βάση τους
τίτλους σπουδών, συνήθως δε και με τους δύο τρόπους.
Ο αριθμός των σπουδαστών καθορίζεται από τα ίδια τα πανεπιστήμια με
βάση το πλαίσιο που θέτει η κυβέρνηση.Οι πανεπιστημιακές σπουδές διακρίνονται
σε κύκλους. Ο πρώτος κύκλος διαρκεί 3 χρόνια και οδηγεί σε τίτλο Kandidaati
(Bachelor). Ο δεύτερος κύκλος ( μεταπτυχιακός ) διαρκεί 2 χρόνια και οδηγεί σε
μεταπτυχιακό δίπλωμα Maisteri (master ).Ο τρίτος κύκλος δεν έχει τυπική
διάρκεια σπουδών, συνήθως όπως απαιτούνται 2 χρόνια για τον τίτλο Lisensiaati (
Licenciate ) και 2 επιπλέον για Tohtori (doctorate ).
Υπάρχουν 29 πολυτεχνεία τα περισσότερα από αυτά λειτουργούν ως τοπικά
ιδρύματα με πολλές ειδικότητες και δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στη σύνδεση και τη
συνεργασία με τη βιομηχανία και τις επιχειρήσεις. Οι σπουδές διακρίνονται σε
βασικές επαγγελματικές, πρακτικές, προαιρετικές και εστιάζονται σε δεξιότητες
απασχόλησης. Κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών σπουδών απαιτείται και εργασιακή
εμπειρία ενός εξαμήνου ( 20 βαθμοί). Τα πολυτεχνεία προσφέρουν επίσης συνεχιζόμενη
κατάρτιση, επαγγελματικές σπουδές και μαθήματα ανοιχτού πανεπιστημίου. Οι
τωρινοί σπουδαστές προέρχονται κατά 70% από τα λύκεια και 30% από τις τεχνικές σχολές.
Οι τομείς των σπουδών είναι 7 και είναι οι εξής:
Φυσικών πόρων, τεχνολογίας και μεταφορών, διοίκησης επιχειρήσεων,
τουρισμού- catering
και οικιακής οικονομίας, υγείας και κοινωνικών υπηρεσιών, πολιτισμού,
εκπαίδευσης και
ανθρωπιστικών σπουδών.
Τα προγράμματα σπουδών σχεδιάζονται, συντάσσονται από τα πολυτεχνεία, με
στόχους και προοπτική 3ετίας, και επικυρώνονται από το υπουργείο παιδείας. Το
διδακτικό προσωπικό διακρίνεται σε 2 κατηγορίες, στους κατόχους διδακτορικού
(συνήθως είναι καθηγητές- επίκουροι ) και στους κατόχους master (συνήθως
λέκτορες ). Σε όλους, για την πρόσληψή τους, απαιτείται 3ετής εργασιακή ( όχι
εκπαιδευτική ) εμπειρία. Επιγραμματικά μπορούμε να τονίσουμε ότι το προφίλ των
σπουδών στα πολυτεχνεία χαρακτηρίζεται από την έμφαση που δίνεται στην εφαρμοσμένη
γνώση καθώς και την σύνδεσή του με την αγορά εργασίας και δεν είναι θεωρητικός ακαδημαϊκός.
Αν θέλαμε να τα συγκρίνουμε με τα δικά μας ιδρύματα, μοιάζουν περισσότερο με τα
ΤΕΙ παρά με τα πολυτεχνεία. Ο πρώτος κύκλος στα πανεπιστήμια διαρκεί 3 χρόνια
και οδηγεί σε τίτλο Bachelor.
Για αντίστοιχο τίτλο στα πολυτεχνεία η φοίτηση διαρκεί 3,5 έως 4
χρόνια. Ο δεύτερος κύκλος στα πανεπιστήμια διαρκεί 2 χρόνια και οδηγεί σε τίτλο
master.
Τίτλος master δεν απονέμεται στα πολυτεχνεία, όμως για πλήρεις
πολυτεχνειακές σπουδές απαιτούνται 3,5 έως 4,5 χρόνια ( 140-180 βαθμοί ),
εργασιακή εμπειρία καθώς και διπλωματική εργασία.
Ο τρίτος κύκλος χωρίζεται σε 2 περιόδους των 2 ετών, η πρώτη οδηγεί
στον τίτλο (Licensiaati ) Licenciate και η δεύτερη σε τίτλο Tohtori (Doctorate).
Όμως, για την άσκηση ιατρικού επαγγέλματος οι σπουδές πρέπει να είναι επιπέδου Licenciate
τουλάχιστον.
Για την άσκηση των επαγγελμάτων μηχανικού και δικηγόρου
οι σπουδές πρέπει να είναι τουλάχιστον επιπέδου master.
Πηγή