Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Η προέλευση των ονομάτων όλων των μηνών

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ: Ο πρώτος μήνας του χρόνου πήρε το όνομά  του από τον θεό των Ρωμαίων τον Ιανό (Janus). Ο Ιανός ήταν θεός με δύο πρόσωπα, τα οποία κοίταζαν σε αντίθετες  κατευθύνσεις, γι αυτό τον  αποκαλούσαν και Janus bifrons δηλαδή διπρόσωπο Ιανό. Τα δυο του πρόσωπα συμβόλιζαν την αρχή και το τέλος, τη νιότη και το γήρας,  την είσοδο και  την έξοδο. Γι αυτό και του αφιέρωσαν τον Ιανουάριο που  σαν πρώτος μήνας του  χρόνου, κοίταζε προς τον προηγούμενο χρόνο και προς τον επόμενο.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ: Το όνομά του προέρχεται από το λατινικό ρήμα februare που  σημαίνει καθαρίζω, εξαγνίζω. Ήταν αφιερωμένος στο θεό του Άδη Φέβρουο και στους  νεκρούς γι αυτό και στη διάρκεια του οι Ρωμαίοι διοργάνωναν τελετές  καθαρμών  και εξαγνισμών. Με το παλαιότερο ρωμαϊκό ημερολόγιο ήταν ο  τελευταίος μήνας του  χρόνου κ οι άνθρωποι έπρεπε να μπουν στον  καινούργιο χρόνο καθαροί και  αμόλυντοι. Με την  καθιέρωση του Ιουλιανού ημερολογίου το 46 π.Χ. περιορίστηκαν οι  ημέρες του από  30 σε 29 και την εποχή του αυτοκράτορα Αύγουστου του  αφαιρέθηκε άλλη μια μέρα η  οποία προστέθηκε στον Αύγουστο και έτσι έχει  28 ημέρες, και 29 κάθε τέσσερα  χρόνια, οπότε το έτος αντί 365 ημέρες  έχει 366 και ονομάζεται δίσεκτο απ το bis  sextus (δις έκτη) δηλαδή δύο  φορές η 24η του μήνα που ήταν η έκτη μέρα πριν από  τις Καλένδες του  Μαρτίου. Εμείς, τον λέμε Φλεβάρη επειδή  τότε  ανοίγουν οι φλέβες της γης, δηλαδή αναβρύουν πολλά νερά, τον λέμε και  Κουτσοφλέβαρο, επειδή έχει λιγότερες  μέρες.
ΜΑΡΤΙΟΣ: Κατά το αρχαίο ρωμαϊκό ημερολόγιο ήταν ο πρώτος μήνας του χρόνου και ονομαζόταν Primus. Μετά το 46 π.Χ. ονομάστηκε Μάρτιος, έγινε ο τρίτος μήνας του χρόνου, αφιερωμένος στον θεό Μαρς που αρχικά ήταν ο θεός της γονιμότητας κ των αγρών αλλά αργότερα ταυτίστηκε με τον Άρη θεό του πολέμου. Ήταν πατέρας του Ρέμου και του Ρωμύλου και γενάρχης των Ρωμαίων. Είναι ο πρώτος μήνας της Άνοιξης και στις 21 Μαρτίου είναι η εαρινή ισημερία. Οι  Έλληνες του έχουν δώσει πολλά ονόματα, όπως “ανοιξιάτης” επειδή φέρνει  την  άνοιξη, “γδάρτης”, “παλουκοκαύτης” και “πεντάγνωμος” επειδή ο καιρός είναι  άστατος, “βαγγελιώτης” από τη γιορτή του Ευαγγελισμού,  “πενταγιόματο” (δηλ.  πέντε γεύματα) στην ορεινή  Πελοπόννησο. Την   1η του Μάρτη, τα παιδιά δένουν στο χέρι τους το “μάρτη” ή “μαρτιά” ένα  κορδόνι  από κόκκινη και άσπρη κλωστή, για να μη τα κάψει ο μαρτιάτικος  ήλιος.
ΑΠΡΙΛΙΟΣ: Είναι ο τέταρτος μήνας του χρόνου. Το όνομά του προέρχεται  από το λατινικό  ρήμα aperio που σημαίνει “ανοίγω” γιατί τότε ανοίγει ο καιρός  και  ανθίζουν τα λουλούδια. Ήταν αφιερωμένος στην θεά  Αφροδίτη. Τον λέμε Ανοιξιάτη, Λαμπριάτη από τη μεγάλη γιορτή  του Πάσχα και Αϊγιωργίτη από την γιορτή του Αγίου  Γεωργίου. Την  Πρωταπριλιά συνηθίζουμε να λέμε αθώα ψέματα και να κάνουμε ανώδυνες  φάρσες, ένα  έθιμο που μας έχει έρθει από τη δυτική Ευρώπη και που έγινε  περισσότερο γνωστό  περί το 1880 μέσω της “Εφημερίδας” του  Κορομηλά.
ΜΑΪΟΣ: Ο πέμπτος μήνας του χρόνου πήρε το όνομά του από την  ρωμαϊκή θεότητα Maja (Μάγια). Το όνομα Maja προήλθε από τη λέξη Μαία (τροφός) τη  μητέρα του  θεού Ερμή στον οποίο ήταν αφιερωμένος. Είναι ο μήνας των λουλουδιών  και  την 1η Μαΐου πλέκουμε στεφάνια με λουλούδια και τα κρεμάμε στις  εξώπορτες  μέχρι τις 24 Ιουνίου που τα καίμε στις φωτιές του Άι-  Γιάννη. Η Πρωτομαγιά έχει χαρακτηριστεί ως παγκόσμια ημέρα  αργίας και  διεκδικήσεων των εργατών γι αυτό την ονομάζουμε και “Εργατική  Πρωτομαγιά”. Τη 2η Κυριακή του Μαΐου είναι η “Γιορτή της  Μητέρας”. Κατά το  τριήμερο 21-23 γίνονται “Τα Αναστενάρια” προς τιμή των Αγίων  Κωνασταντίνου και  Ελένης. Στο τελετουργικό τους περιλαμβάνουν  εκστατικούς χορούς, πομπικές  περιφορές εικονισμάτων αλλά κυρίως  πυροβασία δηλαδή περπάτημα πάνω σε αναμμένα  κάρβουνα. Τον λένε και Κερασάρη γιατί  τότε βγαίνουν τα  κεράσια.
ΙΟΥΝΙΟΣ: Ο έκτος μήνας του έτους, ήταν αφιερωμένος από τους  Ρωμαίους στη θεά Juno  (Ήρα), σύζυγο του Jupiter (Δίας), προστάτιδα του οίκου  και του γάμου.  Κατά μία άλλη εκδοχή, πήρε το όνομά του από τον Λεύκιο Ιούνιο  Βρούτο.  Αυτός ανέτρεψε τον βασιλιά Ταρκύνιο τον Υπερήφανο το 510 π.Χ.,   εγκαθίδρυσε τον θεσμό της Υπατείας, θεμελίωσε τη Δημοκρατία και έγινε ο  πρώτος  Ύπατος της Ρώμης. Στις 21 Ιουνίου είναι το  θερινό  ηλιοστάσιο, οπότε ξεκινά επίσημα το καλοκαίρι, ενώ έχουμε τη  μεγαλύτερη σε  διάρκεια ημέρα στο βόρειο ημισφαίριο και την μικρότερη στο  νότιο. Λέγεται  θεριστής γιατί κατά τη διάρκεια του γίνεται ο θερισμός του σταριού,  ορνιαστής ή  ρινιαστής γιατί γίνεται τεχνητή γονιμοποίηση των ήμερων  συκιών με ορνιούς  δηλαδή καρπούς άγριας  συκιάς.
 ΙΟΥΛΙΟΣ: Ο έβδομος μήνας του έτους έχει 31 ημέρες και είναι  αφιερωμένος στον  Ιούλιο Καίσαρα ο οποίος θεωρείται ένας από τους τρεις μεγάλους  στρατηλάτες του αρχαίου κόσμου. Ήταν εξαιρετικά ευφυής πολιτικός,   στρατιωτικός, νομοθέτης, ρήτορας, ιστορικός, ανέβηκε σε όλα τα αξιώματα  και  άφησε σημαντικό  έργο. Τον Ιούλιο,  οι Ρωμαίοι τον έλεγαν Quintilis επειδή κατά το ημερολόγιο του  Νουμά Πομπιλίου  ήταν ο πέμπτος μήνας του έτους με πρώτο το Μάρτιο. Το  153 π.Χ. ως πρώτη ημέρα  του έτους ορίστηκε η 1η  Ιανουαρίου. Το   46π.Χ., ο Ιούλιος Καίσαρας ανέθεσε στον Σωσιγένη να αναμορφώσει το  ρωμαϊκό  ημερολόγιο το οποίο βασιζόταν στις φάσεις της σελήνης αλλά οι  ατέλειες που  είχε, είχαν σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθούν μεγάλες  αποκλίσεις στην εαρινή  ισημερία. Στο νέο ημερολόγιο, που ονομάστηκε  Ιουλιανό, προστέθηκαν 80 ημέρες  που δεν είχαν καταμετρηθεί και το έτος  46 ονομάστηκε “έτος σύγχυσης” διότι είχε  445 ημέρες. Ο  Ιούλιος είναι ένας μήνας με πολλές γιορτές και πανηγύρια, όπως της  Αγίας  Κυριακής στις 7, της Αγίας Μαρίνας στις 17 που είναι προστάτιδα  των παιδιών,  του Προφήτη Ηλία στις 20, της Αγίας Παρασκευής στις 26 που  προστατεύει τα  μάτια, του Αγίου Παντελεήμονα στις  27. Τον λέμε και  Αλωνάρη επειδή κατά τη διάρκειά του γίνεται το αλώνισμα του  σταριού.
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ: Ο Αύγουστος οφείλει το όνομά του στον αυτοκράτορα  Οκταβιανό ο οποίος  τιμήθηκε από την Σύγκλητο με το προσωνύμιο Αύγουστος που  σημαίνει  σεβαστός. Η ηγεμονία του ήταν η αφετηρία μιας σχετικά ειρηνικής  περιόδου για την αυτοκρατορία που έγινε γνωστή ως Pax Romana. Δημιούργησε μεγάλο  έργο, όπως κατασκευή οδικού δικτύου, μεταρρύθμιση του φορολογικού  συστήματος,  ώθηση στα γράμματα και τις τέχνες,συγκρότηση μόνιμου στρατού  κ.λπ. Ο  Οκταβιανός ήταν ανηψιός του Ιούλιου Καίσαρα και εξίσου σημαντική  προσωπικότητα  με εκείνον. Του αφιέρωσαν τον μήνα Sextilis (έκτος) των  Ρωμαίων στον οποίο  έδωσαν 31 ημέρες (γιατί θεωρούσαν ότι ήταν  υποτιμητικό να έχει λιγότερες ημέρες  από τον Ιούλιο), παίρνοντας μία  ημέρα από τον Φεβρουάριο ο οποίος έτσι έμεινε  με 28 ημέρες. Τον  Αύγουστο γίνονταν παλαιότερα προγνώσεις του καιρού με τα “μερομήνια”,  δηλαδή το  πρώτο δωδεκαήμερο του Αυγούστου χρησίμευε για να προβλέψουν  τον καιρό όλης της  χρονιάς. Έτσι τα καιρικά φαινόμενα της 1ης Αυγούστου  θα ήταν ο καιρός που θα  επικρατούσε το Σεπτέμβρη, της 2ης Αυγούστου του  Οκτώβρη  κ.λπ. Τον Αύγουστο  τον λέμε και Συκολόγο γιατί τότε ωριμάζουν τα σύκα αλλά και  Δριμάρη από τις  δρίμες (ξωτικά) που τις 6 πρώτες μέρες του Αυγούστου  επηρεάζουν τα νεράκαι τότε  δεν πρέπει να κολυμπάς ή να πλένεις  ρούχα. Ο Αύγουστος  είναι ο μήνας της Παναγίας με τη μεγάλη γιορτή του  Δεκαπενταύγουστου. ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ: Ο Σεπτέμβριος κατείχε την έβδομη θέση  στη σειρά των μηνών, όπως δείχνει  και το όνομά του καθώς septem στα λατινικά  σημαίνει επτά. Όταν όμως  καθιερώθηκε το ιουλιανό ημερολόγιο με πρώτο μήνα του  έτους τον Ιανουάριο ο Σεπτέμβριος έγινε  ένατος. Η  1η του  Σεπτέμβρη θεωρείται η αρχή του εκκλησιάστικού έτους, αποτελεί  την Αρχή της  Ινδίκτου, από την λατινική λέξη indictio (επιβολή φόρου),  την οποία εισήγαγε ο  Καίσαρας Αύγουστος όταν διέταξε να γίνει γενική  απογραφή των κατοίκων του  Ρωμαϊκού κράτους και να εισπραχθούν φόροι την  1η του  Σεπτέμβρη. Η  Ινδικτιώνα είναι τρόπος μέτρησης του χρόνου ανά 15ετίες με αφετηρία την γέννηση  του Χριστού ή από το 3 π.Χ. Η 23η του Σεπτέμβρη, γενέθλια ημέρα του αυτοκράτορα  της Ρώμης Οκταβιανού, καθορίστηκε ως Πρωτοχρονιά και ως Αρχή της Ινδίκτου. Η  Εκκλησία σ’ αυτή την Πρωτοχρονιά τοποθέτησε τη  γιορτή της σύλληψης του  Προδρόμου, που αποτελεί το πρώτο γεγονός της  ευαγγελικής ιστορίας, ενώ το 462  μ.Χ. η εκκλησιαστική Πρωτοχρονιά  μετατέθηκε την 1η Σεπτεμβρίου για πρακτικούς  λόγους. Τον  Σεπτέμβριο αρχίζει και το γεωργικό έτος καθώς τότε ξεκινούν όλες οι αγροτικές  εργασίες. Λέγεται  και Τρυγητής γιατί τότε γίνεται ο τρύγος των αμπελιών ενώ αρχίζει η  σπορά και  το όργωμα. Στις 2 του Σεπτέμβρη είναι η γιορτή του Αγίου Μάμα  που θεωρείται  προστάτης των  βοσκών. Στις  14  του Σεπτέμβρη είναι η μεγάλη γιορτή της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού.  Στις 23 του  μήνα είναι η φθινοπωρινή ισημερία και η νύχτα θα έχει  μεγαλύτερη διάρκεια από  την ημέρα έως την εαρινή  ισημερία.
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ: Από την λέξη octo που σημαίνει οκτώ  πήρα ο Οκτώβριος το όνομά του μια και  στο παλαιό ρωμαϊκό ημερολόγιο ήταν ο  όγδοος μήνας. Το 46 π.Χ. με την  αλλαγή του ημερολογίου έγινε ο δέκατος μήνας  αλλά κράτησε το όνομά  του. Το Ιουλιανό  ημερολόγιο είχε απόκλιση μίας ημέρας κάθε 128 χρόνια από το  πραγματικό τροπικό  έτος και έτσι το 1582 καταμετρήθηκαν 10 ημέρες  απόκλισης, οπότε ο Πάπας  Γρηγόριος ο 13ος θέσπισε το Γρηγοριανό  ημερολόγιο τον Οκτώβριο του 1582 και την  4η Οκτωβρίου αυτού του έτους  την διαδέχτηκε η 15η Οκτωβρίου αντί της 5ης για να  αφαιρεθούν οι 10  ημέρες οι οποίες είχαν καταμετρηθεί χωρίς ωστόσο να έχουν  διανυθεί και  να επανέλθει η εαρινή ισημερία στην 21η  Μαρτίου. Τον  Οκτώβριο τον λέμε και Βροχάρη για τις ευεργετικές για τους γεωργούς  βροχές του.  Ακόμα τον ονομάζουμε Σποριά ή Σπαρτό γιατί αρχίζει η σπορά  στους αγρούς, αλλά  και Άι-Δημητριάτη για τη μεγάλη γιορτή του Αγίου  Δημητρίου. Ο  Οκτώβριος είναι ο μήνας των  χρυσανθέμων.
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ : Είναι ο ενδέκατος μήνας του έτους  σύμφωνα με το τωρινό ημερολόγιο, αλλά κατά  το παλαιό ρωμαϊκό ημερολόγιο ήταν ο  ένατος μήνας γι αυτό και το όνομά  του προέρχεται από τον αριθμό εννέα που στα  λατινικά είναι novem. Είναι ο τελευταίος μήνας του φθινοπώρου και ο μήνας που  αρχίζει η συγκομιδή της ελιάς ενώ τελειώνει η σπορά και τα κοπάδια κατεβαίνουν  στα χειμαδιά  τους να ξεχειμωνιάσουν. Το πρώτο δεκαπενθήμερο του Νοέμβρη  βασιλεύει η  Πούλια (πλειάδες) γεγονός που σηματοδοτεί τον ερχομό του  χειμώνα. Τον λέμε  Κρασομηνά γιατί ανοίγονται τα καινούργια κρασιά, Ανακατωμένο γιά  τον άστατο  καιρό του, Χαμένο γιατί είναι μεγάλες οι νύχτες του και οι  μικρότερες στη  διάρκεια του έτους οι μέρες του, αλλά και Αρχαγγελίτη από τη μεγάλη γιορτή των  Αρχαγγέλων Γαβριήλ και Μιχαήλ στις 8  Νοεμβρίου. Έχει  πάρα πολλές θρησκευτικές γιορτές όπως του Αγίου Μηνά, των Αγίων  Αναργύρων, των  Αγίων Ακινδύνων, του Αγίου Φιλίππου, του Αγίου Ανδρέα, τα Εισόδια της Θεοτόκου,  της Αγίας Αικατερίνης  κ.λπ. ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ: Ο τελευταίος μήνας του έτους, ο πρώτος του χειμώνα, ο  δέκατος του παλιού  ρωμαϊκού ημερολογίου από όπου πήρε και το όνομά του. Decem  στα λατινικά  είναι το δέκα. Είναι ένας μήνας γεμάτος από γιορτές, του Αγίου  Νικολάου,  του Αγίου Σάββα, της Αγίας Βαρβάρας, του Αγίου Σπυρίδωνα, του Αγίου  Ελευθερίου και άλλες με μεγαλύτερη την γιορτή της γέννησης του Χριστού,  τα  Χριστούγεννα στις 25 του μήνα. Τον λένε  και Χιονιά, Ασπρομηνά, Χριστουγεννιάτη, Χριστιανάρη, Δεκέμπρη,  Άι-Νικολιάτη. Είναι ο μήνας με τις λιγότερες ώρες φωτός στο  βόρειο ημισφαίριο και τις  περισσότερες ώρες φωτός στο νότιο ημισφαίριο μια και  ο ήλιος έχει τώρα  τη μεγαλύτερη απόκλιση νότια του  Ισημερινού. Στις   22 του μηνός είναι το χειμερινό ηλιοστάσιο οπότε η απόκλιση του ήλιου  νότια του  Ισημερινού αρχίζει να λιγοστεύει και έτσι αρχίζει να μεγαλώνει η ημέρα και να  μικραίνει η  νύχτα. Κατά την  παράδοση στις 25 του μήνα ξεχύνονται οι καλλικάντζαροι στον επάνω  κόσμο και  παραμένουν μέχρι τα Φώτα οπότε εξαφανίζονται με τον αγιασμό  των  υδάτων. Είναι  δαιμόνια τα οποία βγαίνουν από τη γη αυτό το δωδεκαήμερο που τα νερά  είναι  αβάπτιστα για να πειράξουν τους ανθρώπους. Φοβούνται τις φωτιές  και τα  κουδούνια, γι αυτό σε πολλές περιοχές της Ελλάδας ανάβουν φωτιές  και τραγουδάνε  χτυπώντας κουδούνια.

Πηγή: http://www.athensmagazine.gr/

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

Ψαρεύοντας ανθρώπους!

Η εκπρόσωπος της Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες στη Λαμπεντούζα ήταν σαφής: «Οι άνθρωποι αυτοί επέζησαν απλώς και μόνο επειδή είναι νέοι και δυνατοί». Η φωτογραφία αυτή θα είναι ασφαλώς ανάμεσα στις φωτογραφίες της χρονιάς: είκοσι επτά Αφρικανοί λαθρομετανάστες γαντζωμένοι για τρία μερόνυχτα από τα δίχτυα ενός μαλτέζικου αλιευτικού επειδή καμιά χώρα δεν δέχεται να τους φιλοξενήσει. Την πρώτη μέρα τρώνε μήλα και πορτοκάλια που τους πετούν από το αλιευτικό, τις άλλες δύο τίποτα. Ο καπετάνιος δηλώνει ότι δεν μπορεί να τους επιβιβάσει στο αλιευτικό ούτε να τους μεταφέρει στη Μάλτα, επειδή υπάρχει κίνδυνος να καταστραφεί μια ψαριά αξίας ενός εκατομμυρίου δολαρίων. Επικοινωνεί με τη χώρα του, που ζητά από τη Λιβύη να τους πάρει πίσω αφού είναι πιο κοντά στις ακτές της. Η Λιβύη αδιαφορεί, η Μάλτα αδιαφορεί, ένα άλλο πλοίο που περνά από την περιοχή αδιαφορεί, όλοι πιστεύουν ότι αργά ή γρήγορα αυτοί οι δυστυχείς θα πεθάνουν, όπως έχουν πεθάνει χιλιάδες άνθρωποι σ ΄αυτά τα νερά. Οι λαθρομετανάστες, που βολόδερναν ήδη έξι μέρες στη θάλασσα όταν εντοπίστηκαν, θα διασωθούν τελικά από ένα σκάφος του ιταλικού ναυτικού, που θα τους μεταφέρει στη Λαμπεντούζα. Γιατί αυτή η φωτογραφία με τους ανθρώπους-τόνους δεν ήταν χθες στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων όλου του κόσμου; Γιατί η ανατριχιαστική δήλωση του καπετάνιου δεν μεταδόθηκε από όλες τις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα; Με ποιο τρόπο, και μέσα από ποιες ακριβώς διαδικασίες, μετατράπηκε η Μεσόγειος από θάλασσα φιλίας σε στρατόπεδο συγκέντρωσης; Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά. Η Ρεπούμπλικα μας θυμίζει ότι στην ίδια αυτή θάλασσα περιπλανιόντουσαν επί οκτώ χρόνια, από το 1522 ώς το 1530, εφτά χιλιάδες Ιππότες της Ιερουσαλήμ, για να καταλήξουν τελικά- τι σύμπτωση!- στη Μάλτα. Στα ίδια νερά βρέθηκε το 1947 το πλοίο Έξοδος με 4.515 Εβραίους πρόσφυγες που είχαν γλιτώσει από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης: το πλοίο είχε αναχωρήσει από τη Γαλλία με προορισμό την Παλαιστίνη, αλλά το βρετανικό ναυτικό διέταξε την επιστροφή του στην Ευρώπη. Μα από τα περιστατικά εκείνα έχουν περάσει δεκαετίες, αιώνες, ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει προχωρήσει, στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων γίνονται σήμερα στρατιωτικές επεμβάσεις, πώς είναι δυνατόν είκοσι επτά άνθρωποι να μένουν γαντζωμένοι για τρία μερόνυχτα από τα δίχτυα ενός αλιευτικού και όλοι οι υπόλοιποι να αποστρέφουμε το βλέμμα; Δεν φταίνε μόνο η Μάλτα ή η Λιβύη, δεν φταίει μόνο αυτός ο απίστευτος καπετάνιος, στη χθεσινή Ελ Παΐς διαβάζουμε ότι ένα ισπανικό ρυμουλκό περίμενε επί τέσσερις μέρες εντολές από τη Μαδρίτη για το τι να κάνει 26 ναυαγούς από την Ακτή του Ελεφαντοστού που μάζεψε από τη θάλασσα. Τελικά η κυβέρνηση δέχθηκε να τους πάρει, ίσως επειδή ο καπετάνιος βεβαίωσε ότι είναι καλοί άνθρωποι, δεν παραπονέθηκαν λέει ούτε μια φορά, παρ΄ όλο που τους έβαλαν να κοιμηθούν στους διαδρόμους, δίπλα στις μηχανές...

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Η προπαγάνδα, το διαδίκτυο και τα ΜΜΕ (μέρος β΄)

Ένα άρθρο του Ε.Παπάνη, Επίκ. Καθηγητή Κοινωνιολογίας Παν. Αιγαίου.
Η προπαγάνδα πετυχαίνει, όταν εξαπλώνεται σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής. Στο παραπάνω παράδειγμα για την κινητή τηλεφωνία είναι σκόπιμο να θεσμοθετηθούν βραβεία για τους επιστήμονες ή φοιτητές, που θα αποδείξουν ότι η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία είναι ακίνδυνη, εάν χρησιμοποιηθεί λογικά, που θα ανακαλύψουν οικιακές συσκευές με μεγαλύτερα όρια εκπομπής ή που θα εμφανίσουν εξαρτήματα, τα οποία απορροφούν τη βλαβερή ακτινοβολία.
Η προπαγάνδα διασπείρεται ταχύτατα, όταν την ενστερνίζονται άτομα, που αποτελούν αυθεντίες για τον περίγυρό τους, τα οποία στη συνέχεια μετατρέπονται σε πολλαπλασιαστικούς φορείς της. Είναι γνωστό ότι δεν επηρεάζει και δεν αφορά άμεσα όλα τα μέλη μιας ομάδας. Και αυτά όμως θα αποδεχτούν τα νοήματά της, εάν ένα σημαντικό πρόσωπο του περιβάλλοντος τους αλλάξει απόψεις εξαιτίας της. Η προπαγάνδα αυτοτροφοδοτείται, επειδή τα άτομα που τροποποιούν τις πεποιθήσεις τους – σύμφωνα με τις θεωρίες της γνωστικής ασυμφωνίας, πρέπει να βρουν, να αποδεχτούν και να διασπείρουν ακλόνητα επιχειρήματα, τα οποία θα δικαιολογήσουν την αλλαγή από τις παλιές εκπεφρασμένες απόψεις τους. Η προπαγάνδα για να πετύχει χρειάζεται συνειδητοποιημένους ή μη συνεργάτες. Οφείλει να ανακαλύπτει τις αδυναμίες του συστήματος, τις προδιαθέσεις και τις τάσεις του, την αντίστασή του στην αλλαγή. Η προπαγάνδα δεν είναι αναγκαστικά αρνητική, ειδικά εάν οι στόχοι της ταυτίζονται με το γενικό καλό – π.χ. μια εκστρατεία για την πρόληψη των διάφορων μορφών καρκίνου, υπέρ της πρόληψης, για τη γνωριμία με μειονοτικές ομάδες κ.λπ. Πάντα, όμως η ύπαρξή της βασίζεται στην αρχή ότι ο λαός είναι αρκετά ανώριμος, ώστε να διαμορφώσει τις δικές του απόψεις, ελλιπώς πληροφορημένος για την ποικιλία των θεμάτων της κοινωνικής ζωής και εγκλωβισμένος σε αυθαίρετες, στερεοτυπικές ερμηνείες, οι οποίες πρέπει να αλλάξουν.
Το μήνυμα, που εκπέμπεται από την προπαγάνδα πρέπει να είναι έτσι διαμορφωμένο, που να προσελκύει το ενδιαφέρον πολλών κοινωνικών ομάδων, να αποτελεί συμπύκνωση και συνισταμένη ετεροκλήτων απόψεων, πάνω στις οποίες θα επιδράσει διαμεσολαβητικά και συναινετικά, προσανατολίζοντας τις προς τη δική της νοηματοδότηση. Υπό το πρίσμα αυτό η προπαγάνδα επαναπροσδιορίζει τη στοχοθεσία των κοινωνικών ομάδων, προτείνει εναλλακτικές προσεγγίσεις και συμβάλλει στη συνοχή. Μειώνει την αμφιβολία και διασφαλίζει το πολυπόθητο αίσθημα ασφάλειας και προβλεψιμότητας, σε όσους την ασπαστούν. Είναι γεγονός ότι η προπαγάνδα μπορεί να ξεκινήσει ως μειονοτική επιρροή, η οποία σταδιακά θα καταστεί πλειοψηφική, εφόσον διατηρήσει τη σταθερότητα στα μηνύματά της και εάν γίνει ικανή είτε να αξιοποιήσει διαστάσεις και προδιαθέσεις της κυρίαρχης ιδεολογίας είτε να εκμεταλλευτεί αδυναμίες και στοιχεία της, που συν τω χρόνω καθίστανται μη λειτουργικά και αμφισβητήσιμα.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το φαινόμενο της ανεργίας, μια νοσηρή και ενοχική κατάσταση, που πλήττει τη νέο-φιλελεύθερη κοσμοθεωρία, προεκτείνεται στην κοινωνική, οικονομική και προσωπική ζωή των πολιτών, ενώ προκαλεί αισθήματα οργής, απαξίωσης και αυτό- κύρωσης των δημοκρατικών ιδεωδών. Ταυτόχρονα επιτείνει την ανομία, την αμφισβήτηση των θεσμών και δοκιμάζει τις αντοχές και ανοχές του λαού. Η προπαγάνδα που θα θελήσει να επικεντρώσει την προβληματική στους μετανάστες ή στο σπάταλο κράτος πρόνοιας, θα κατευθύνει τ α ΜΜΕ στην ανάδειξη θεμάτων εγκληματικότητας, σπατάλης στο δημόσιο τομέα, στη σκανδαλολογία, θα προβάλλει έρευνες ειδικών, οι οποίοι θα υπερτονίσουν τις ποινικές πράξεις των αλλοδαπών (αγνοώντας τις αντίστοιχες των Ελλήνων), θα παρουσιάσει μαρτυρίες Ελλήνων μεταναστών σε Αμερική και Ευρώπη, υπαινισσόμενη τον υποδειγματικό τρόπο συμπεριφοράς τους στα ξένα κράτη, θα πείσει τους πολίτες ότι οι Δημόσιοι υπάλληλοι παρασιτούν σε βάρος του ελληνικού λαού, θα εξάρει στατιστικά για το χρόνο των διακοπών σε προηγμένες βιομηχανικά χώρες, θα ενισχύσει το πατριωτικό πνεύμα των εντοπίων και θα υιοθετήσει επιχειρηματολογία της λαϊκής θυμοσοφίας. Η πόλωση, που θα επέλθει, θα προωθήσει τα αξιώματα της προπαγάνδας, τα οποία εάν προβληθούν προσεκτικά, θα αξιοποιήσουν το momentum της κοινής γνώμης, η οποία θα αποδεχθεί ριζοσπαστικότερες λύσεις. Οι εφημερίδες και η τηλεόραση (και σε μικρότερο βαθμό το ραδιόφωνο) αντικατέστησαν προοδευτικά τους συνειδητοποιημένους και καταρτισμένους δημοσιογράφους με φερέφωνα της αρχισυνταξίας, η οποία, υπό την απειλή των μετρήσεων τηλεθέασης, ακροαματικότητας και αναγνωσιμότητας, τους παρασύρει σε έναν αέναο αγώνα αυτοπροβολής, μέσω της εστίασης σε ανάλαφρα θέματα, επιφανειακής προσπέλασης της είδησης, δια της επικέντρωσης στις μη σημαντικές πτυχές της και σε έναν αδυσώπητο αγώνα επικράτησης. Ένα συμβάν, όσο αδιάφορο κι αν είναι αναγάγετε σε είδηση, επειδή ακριβώς προβάλλεται από τα άλλα ΜΜΕ. Παράλληλα τα τελευταία χρόνια επιδεικνύεται μία μη δεοντολογική ανοχή σε αδιασταύρωτες πληροφορίες, ακόμα και σε κατασκευή της είδησης. Οι σχέσεις εργασίας των δημοσιογράφων μεταλλάχτηκαν σε ελαστικές, οι αμοιβές πήραν την κατιούσα και ολοένα και περισσότεροι «free-lancers», επιχειρούν να «πουλήσουν» το θέμα τους. Μέσα στον ορυμαγδό της μετριότητας ανέτειλαν και οι αστέρες των media οι οποίοι υποτίθεται ότι φέρουν ένα περισσότερο κριτικό λόγο, συνομιλούν απευθείας με την εξουσία και θεμελιώνουν τη αμφίδρομη σχέση του λαού με αυτήν. Η παραπάνω κατάσταση επιτείνει τις δυνατότητες της προπαγάνδας, η οποία πλέον μπορεί να εκπορεύεται από κέντρα συμφερόντων μέσα από τα ΜΜΕ ή διευκολύνει τη διαπραγμάτευση των μέσων μαζικής ενημέρωσης με τα πολλαπλά κέντρα εξουσίας (πολιτικής ή οικονομικής): Ενώ συνηθίζουν το λαό σε καθημερινή μαζική παρακολούθηση εύπεπτων θεμάτων, η προπαγανδιστική προσπάθεια διαχέεται μέσω του λόγου των “ποιοτικών” πολιτικών αναλυτών, που σαν τηλε-αστέρες έχουν κατακτήσει βαρύνουσα θέση ως πηγές μηνυμάτων. Ο λόγος τους από δημόσιο γραφικός γίνεται εξουσιαστικός, κατευθυντικός και εμπρόθετα στοχοποιημένος, ενώ οι τηλεθεατές υποβιβάζονται σε παθητικούς αποδέκτες συγκρουσιακών πάνελ, που αντί να εδραιώνουν τις δημοκρατικές αξίες, εκμεταλλεύονται την ανομοιογένεια και την ετερότητα της σύνθεσης τους, για να πείσουν ως προς την πολυφωνία τους. Αντίθετες απόψεις ποδοπατούνται, γελοιοποιούνται, ελαχιστοποιούνται και το τελικό συμπέρασμα παραμένει αναφαίρετο δικαίωμα του δημοσιογράφου. Οι τακτικές αυτές έχουν επιβάλλει στο λαϊκό αισθητήριο το θεσμό των αυτό-κλητωνν θεματοφυλάκων της δημοκρατίας, των αυτό-αναγορςυθέντων διαμεσολαβητών και επιλογέων της είδησης, των άνωθεν επιβεβλημένων διαιτητών μεταξύ λαού και εξουσίας, που υποκαθιστούν τα συλλογικά και τα βαρέως τρωθέντα συνδικαλιστικά κινήματα. Οι δημοσιογράφοι αυτοί είναι φορείς προπαγάνδας, μεταφέρονται στις αρχές κάθε τηλεοπτικής σεζόν από κανάλι σε κανάλι, έχουν αυξημένη πρόσβαση σε έντυπα, ραδιοφωνικούς σταθμούς και διαδίκτυο, ενώ οι απόψεις τους χαρακτηρίζονται από αστάθεια, αιφνίδια μεταβολή, ακραίο λόγο, επιφανειακή πολιτική ανάλυση, αλλά παρόλα αυτά βαρύνουσα σημασία στο σχηματισμό εντυπώσεων και στην χειραγώγηση της κοινής γνώμης.
Η προπαγάνδα στηρίζεται στους ψυχολογικούς μηχανισμούς της αλλαγής των στάσεων, καθώς και στη θεωρία των σχημάτων του Piaget: Οι πληροφορίες, που διαχέει, γίνονται εύκολα αποδεκτές, όταν δεν συγκρούονται με αυτές, που είναι ήδη οργανωμένες σε σχήματα και επομένως είναι ευχερέστερο να αφομοιωθούν. Τελικός στόχος η αναπροσαρμογή των σχημάτων και η αναδιάταξη των πληροφοριών, που περιέχουν, δεδομένου ότι αποτελούν δυναμικές οργανωσιακές δομές. Το περιεχόμενό τους είναι λογικό αλλά και συναισθηματικό και η επεξεργασία γίνεται και στα δύο επίπεδα, αν και οι περισσότερες έρευνες καταλήγουν ότι τελικά επικρατεί η θυμική διάσταση. Οι πληροφορίες μιας προπαγανδιστικής απόπειρας μπορεί να απευθυνθούν με άμεσο τρόπο στο συναίσθημα ή στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης: π.χ. ένα εκατομμύριο άνεργοι στη Ελλάδα και ενάμιση εκατομμύριο ο αριθμός των μεταναστών, χωρίς να υπαινίσσονται καμιά λογική συνάφεια μεταξύ των εννοιών, που προβάλλονται. Άλλοτε ενδύονται το μανδύα της κοινής λογικής και με ψευδοεπιστημονικό τρόπο επιχειρούν να τεκμηριώσουν τη θέση τους: Η μείωση του εξωτερικού χρέους και ο έλεγχος των δημοσίων δαπανών μακροπρόθεσμα θα επιφέρουν ανάπτυξη (άσχετα αν η οικονομική θεωρία αδυνατεί να αποδείξει κάτι τέτοιο). Στην ελληνική πραγματικότητα ισχυρά προπαγανδιστικά μηνύματα αποτελούν τα κομματικά συνθήματα, προτάσεις συμπυκνωμένου συναισθήματος και ισχυρού συγκινησιακού φορτίου, που αποτελούν την επιτομή της πολιτικής ιδεολογίας και ουσιαστικά δε λένε τίποτα: «Αλλαγή» το 1981, «Απαλλαγή» το ’89, «Υπάρχει καλύτερη Ελλάδα», αργότερα – επιφωνηματική λογική κενή περιεχομένου. Οι στάσεις θεωρητικά προηγούνται της συμπεριφοράς, αλλά κατά πάσα πιθανότητα εδραιώνονται μετά την πράξη, η οποία ανακυκλώνει και επιβεβαιώνει το προπαγανδιστικό περιεχόμενο, αναγάγοντάς το σε προσωπική πεποίθηση και φιλοσοφία. Η μαζική αλλαγή των στάσεων μπορεί να οδηγήσει τη δυναμική των ομάδων σε σύγκρουση, εάν οι ηγέτες διεκδικήσουν το ρόλο τους, σε συμφιλίωση, εφόσον επικρατήσει ο ένας από τους δυο ή σε πόλωση, εάν οι ιδεολογικώς αντιπαρατιθέμενοι είναι ισοβαρείς. Φυσικά, η πρώτη και η τρίτη περίπτωση απαιτούν τη σπατάλη κοινωνικών και οικονομικών πόρων, ενώ οι στόχοι της προπαγάνδας είναι η αναίμακτη επικράτηση. Στον αγώνα της μεγάλη σημασία έχουν τα σύμβολα, τα υποδείγματα και τα στερεότυπα. Αν επιδιώξει να εισαγάγει το καινοτόμο, το καινοφανές και το διαφορετικό, θα καταστεί αποτελεσματικότερη, επειδή η κοινωνική αδράνεια σταδιακά και νομοτελειακά υποχωρεί, για να γίνει η μετάβαση στην εποχή, που το νέο συνυπάρχει με το παλιό, ενώ στο τέλος το πρωτοποριακό μετατρέπεται σε status quo.
Η προπαγάνδα μπορεί να αναφέρεται σε ενδο-συστημικές αναμετρήσεις ή σε δι-ομαδικές σχέσεις. Ενδεχομένως να είναι βραχείες ή μακροπρόθεσμες, να έχουν συγκεκριμένους προσδιορισμούς ή να ευαγγελίζονται καθολικές κοινωνικές και θεσμικές αλλαγές, να επιτυγχάνουν μέσω της ευρείας διάδοσής τους, αλλά και διά του μυστηριώδους και λανθάνοντος. Ενίοτε ξεκινούν ως γραφικές, αλλά ενδιαφέρουσες για το κοινό απόψεις και καταλήγουν σε παγκόσμια κινήματα. Εδώ φαίνεται να ισχύουν όλες οι θεωρίες της μειονοτικής επιρροής. Τέλος, πολλές αντι-προπαγανδιστικές ενέργειες λαμβάνουν οι ίδιες το χαρακτήρα της προπαγάνδας.
Μέλημα της προπαγάνδας ο προσηλυτισμός, η εισαγωγή των ιδεών, μέσων, προσδοκιών της σε ένα υπάρχον πολιτιστικό σύστημα με αρχικό στόχο την οργάνωση κάποιων επιρρεπών στην αλλαγή (ή ψυχολογικώς ματαιωθέντων ή απογοητευμένων) μελών γύρω από τις θεωρίες της. Ο αρχικός αυτός πυρήνας επιδιώκει την προσέλκυση άλλων θιασωτών, την αποδυνάμωση ή γελοιοποίηση των αντίθετων φωνών και τη διασφάλιση της ουδετερότητας των αδιάφορων. Η αρχική της εμφάνιση στο προσκήνιο πρέπει να είναι επιμελώς σχεδιασμένη και να βασίζεται στη χρήση διακριτών και εύκολων στην κατανόηση συμβόλων. Οι κατηγορίες δέον να αφομοιώνονται με άνεση: Εχθροί και φίλοι αναδεικνύονται, οι τακτικές αντιγράφονται άκοπα, οι προθέσεις είναι ευκρινείς και φαινομενικά δεν προσβάλλουν την κυρίαρχη ιδεολογία, ενώ στηρίζουν τα αξιακά δεδομένα. Τα κίνητρα είναι πάντοτε αλτρουιστικά, πατριωτικά, φιλάνθρωπα ή εξυπηρετούν – τουλάχιστον στην περίπτωση της διαφήμισης – έναν αποδεκτό στόχο – το κέρδος. Τα μέλη της κοινότητας μπορούν να ταυτιστούν με τα σύμβολα, να αναγνωρίσουν τμήματα του πραγματικού ή ιδεατού εαυτού τους.
Πηγή: http://osarena.net

Η προπαγάνδα, το διαδίκτυο και τα ΜΜΕ (μέρος α')

Ένα άρθρο του Ε.Παπάνη, Επίκ. Καθηγητή Κοινωνιολογίας Παν. Αιγαίου.

Ίσως η μεγαλύτερη ανατροπή στον προπαγανδιστικό ρόλο των ΜΜΕ είναι η εμφάνιση της διαδικτυακής επικοινωνίας. Είναι αλήθεια ότι στην προσπάθειά τους να ελέγξουν τη ροή των πληροφοριών οι κρατικοί σχηματισμοί δεν έδωσαν τη δέουσα σημασία στον Παγκόσμιο Ιστό, παρά μόνο όταν η απήχησή του άρχισε να πολλαπλασιάζεται με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου και αφού κατανόησαν ότι ήδη έχει αφήσει πίσω του το διαμεσολαβητικό του ρόλο διαφεύγει τον κίνδυνο της μετεξέλιξης του σε όργανο χειραγώγησης.
Η δύναμη της διαδικτυακής πληροφορίας έγκειται στο δυναμικό της χαρακτήρα, στην ευκαμψία της να παραπέμπει, να συνδέει, να συγχέεται. Κανείς δε μπορεί να προβλέψει την πορεία της, τη χαοτική αλληλεξάρτησή της με άλλες συναφής ή άσχετες πληροφορίες. Η ανάδυση και η ανασυγκρότηση του νοήματος, η διαμόρφωση των ερμηνειών, η ένταξη στην εμπειρία και κοσμοθεωρία του δέκτη, ο τρόπος επιλογής ή απαξίωσης της επαφίενται, παρά τις επικοινωνιακές και διαφημιστικές παγίδες, στην προσωπικότητα του χρήστη.
Το γεγονός αντίκειται στις βασικές προϋποθέσεις της προπαγάνδας, που σύμφωνα με τον Lippmann (1922) είναι οι ακόλουθες:
Πρόθεση του κράτους να εναρμονίσει τους στόχους των πολιτών με τις δικές του επιδιώξεις
Ύπαρξη διαχωριστικών ορίων ανάμεσα στο συμβάν και στην κοινή γνώμη
Επιλεκτική διάχυση πλευρών της πληροφορίας
Κοινή γνώμη, που έχει συνηθίσει να ερμηνεύει τον κόσμο με στερεότυπα, γενικευμένες κατηγορίες, διαπολικές αναπαραστάσεις. Τα ΜΜΕ εμφανίζονται ως η ενδιάμεση ρυθμιστική αρχή ανάμεσα στις υποκειμενικές αντιλήψεις και την πραγματικότητα.
Κοινή γνώμη, η οποία αγνοεί πως η συμμετοχή της στις διεργασίες του δημοκρατικού πολιτεύματος υφρίστανται μόνο κατ’ επίφαση, επειδή η κυρίαρχη τάξη ελέγχει τη ροή της πληροφορίας, ανάλογα με τα συμφέροντά της.
Η προπαγάνδα πρέπει να διαχέεται σε όλες τις εκφάνσεις τη καθημερινότητας, για να είναι αποτελεσματική.
Το συναίσθημα νοείται ως συμπλήρωμα των ορθολογιστικών αντιλήψεων για την απεικόνιση της πραγματικότητας και μάλιστα αναπληρώνει σε μεγάλο βαθμό την έλλειψη σφαιρικής πληροφόρησης. Τα ΜΜΕ επιχειρούν μέσω μιας επιτυχούς ή ανεπιτυχούς μέιξης συναισθήματος και εκλογίευσης να παρουσιάσουν το γεγονός ή την είδηση υπό το πρίσμα της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Οι πολίτες εσωτερικεύουν ως δικές τους πολιτικές τοποθετήσεις, ιδεολογίες και κουλτούρες , που παρουσιάζονται ως υποδειγματικές από τα ΜΜΕ. Ο άνθρωπός, εξαιτίας της περιορισμένης εμπειρίας, της έλλειψης εναλλακτικών, της ανεπαρκούς καλλιέργειας θεωρείται ως παθητικός δέκτης, ανίκανος να διαχειριστεί το συλλογικό, αλλα παραμένει υπεύθυνος μόνο για τον ατομικό προσδιορισμό του.
Η προπαγάνδα εμπερικλείει την έννοια του σχεδιασμού, της στρατηγικής και της βαθιάς γνώσης των ψυχολογικών – κοινωνικών δυναμικών της κοινής γνώμης.. Η απλοϊκή άποψη ότι οι ομάδες εξουσίας μπορούν εύκολα να διαχειριστούν τη μάζα, έχει προ πολλού ανασκευαστεί.
Η προπαγάνδα σήμερα νοείται ως ένα είδος συμβολαίου, οι όροι του οποίου μπορούν ανα πάσα στιγμή να τεθούν σε επαναδιαπραγμάτευση.
Κατά τον Ellul (1965) η προπαγάνδα αποτελεί ένα άθροισμα τεχνικών από ένα κέντρο εξουσίας προς μια ομογενοποιημένη, μέσω ψυχολογικών χειρισμών, ομάδα με σκοπό τη διασφάλιση της ενεργούς συμμετοχής ή της ανοχής ή της συναίνεσής της.
Η επικοινωνία είναι ο μηχανισμός προσαρμογής που επέτρεψε στο ανθρώπινο είδος να εξελιχθεί. Η κυριότερη έκφρασή της, η γλώσσα, είναι το διαφοροποιητικό σύστημα συμβόλων, που προήγαγε την αφαιρετική σκέψη, εκτόξευσε τις δυνατότητες της νοημοσύνης και απάλλαξε τη σκέψη από την τυραννία του συγκεκριμένου, του χωροχρονικά προσδιορισμένου και του εφήμερου. Το επίπεδο της επικοινωνίας μπορεί να καθορίσει το ρυθμό γνωστικής ανάπτυξης των παιδιών, ενώ, σύμφωνα με την κοινωνιολογία, είναι το μέτρο που διαμορφώνει την κοινωνική τάξη, χαρακτηρίζει την κουλτούρα και σηματοδοτεί τα πολιτισμικά προϊόντα.
Η επικοινωνία είναι η προβολή του εαυτού προς τα έξω, ο αρωγός των αισθήσεων για την κατανόηση του κόσμου, αλλά ταυτόχρονα η αποποίηση των υλικών ερεθισμάτων, ως της μοναδικής οδού ερμηνείας της πραγματικότητας. Η επικοινωνία οριοθετεί το συλλογικό ασυνείδητο και αναδεικνύει την ιστορικότητα. Οι περιορισμοί της αντανακλούν τη βραδύτητα στην ανάπτυξη, ενώ ανατροφοδότησή της επικυρώνει την ποιότητα της στρατηγικής και του σχεδιασμού. Η ίδια η κοινωνία δεν είναι παρά μια φαντασιακή θέσπιση επικοινωνιακών σχέσεων και αλληλεπιδράσεων. Ως τέτοια ήταν αναμενόμενο να χρησιμοποιηθεί ως εξουσιαστικό εργαλείο και ως αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας. Υπό το πρίσμα αυτό η προπαγάνδα μπορεί να οριστεί ως διάδοση του αξιακού συστήματος των κέντρων εξουσίας με τέτοιο πειστικό τρόπο, ώστε οι αναπαραστάσεις των πολιτών να συγκλίνουν προς τους στόχους της ηγετικής τάξης. Η αμφισημία των νοημάτων και οι πολλαπλές πιθανότητες ερμηνείας της αντικειμενικότητας μειώνονται, εξαιτίας της συστηματικής προσπάθειας της εξουσίας να αποκρύψει εναλλακτικές νοηματοδοτήσει και να υπερτονίσει όσες μπορούν ευχερέστερα να περιγράψουν τις αντιλήψεις της. Οι αναλύσεις για την πραγματικότητα, που επιχειρούνται, δεν είναι αναγκαστικά λανθασμένες, αλλά πάντοτε φέρουν το στοιχείο του εμπρόθετου και της σταδιακής κορύφωσης. Η πειθώ εξαρτάται από το κύρος του πομπού, από το μέσο διάσωσης των νοημάτων, από το περιεχόμενο του μηνύματος, από την κριτική ικανότητα της κοινωνίας (ή από τη διάθεσή της να συνηγορήσει σε μια έκπτωση της ικανότητας αυτής), από τη συγκυρία και τις ιστορικές συνθήκες. Η προπαγάνδα προϋποθέτει κουλτούρα χαμηλής ανοχής ή ανικανότητας για διάλογο, συλλογική αποποίηση κοινωνικών ευθυνών, πόλωση ή απογοήτευση από αποτυχημένες απόπειρες εγκαθίδρυσης διαλεκτικών και δημοκρατικών κανονιστικών ορίων. Ως επικοινωνιακό σχήμα η προπαγάνδα μειώνει την απροσδιοριστία, προτείνει καταληπτά και ιδανικά για αναπαραγωγή μηνύματα, εξουδετερώνει το μειοψηφικό λόγο, ενώ η αποδοχή της εκδηλώνεται ως επιθυμία του λαού για αποσόβηση κινδύνου, για αύξηση του βιοτικού επιπέδου ή για άρση της ανασφάλειας, που συνεπάγεται η μια κατ’ επίφαση πολυφωνία, που δεν στηρίζεται στον κριτικό λόγο. Η προπαγάνδα είναι μέσο πειθάρχησης και εξουσίας, (εφόσον αυτή νοηθεί ως συστηματική επιρροή) και διεκπεραιώνεται δια των ΜΜΕ, που διαθέτουν πολλαπλασιαστική αξιακή ισχύ και δρουν ως υποδείγματα, ακόμα και μέσα από την παρακμιακή επιδείνωση των ερμηνειών τους.
Η προπαγάνδα εκδηλώνεται απροκάλυπτα ή με πλάγιους τρόπους. Κατά την ενορχήστρωσή τους αξιοποιούνται όλα τα πορίσματα των ερευνών για αλλαγή στάσεων και πεποιθήσεων. Συνήθως γίνεται φανερή μετά το πέρας των συνεπειών τους, ενώ ενίοτε η σημασία της έχει υπερεκτιμηθεί ή τεχνηέντως υποτιμηθεί. Οι πολίτες ενδίδουν σε αυτή, συνειδητά ή ασυνείδητα ως αντίδραση σε μαζικά συναισθηματικά βιώματα και συλλογικές απειλητικές εμπειρίες. Το σίγουρο είναι πως η προπαγάνδα είτε ως αποσιώπηση είτε ως ψέμα είτε ως τεχνική υποθάλπει την κατάλυση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, διακυβεύει τα ιδεώδη και λεηλατεί την ελεύθερη βούληση. Σύμμαχοί της το πλημμελές εκπαιδευτικό σύστημα, η αποπροσωποποίηση, ο ατομισμός και η διαλεκτική ένδεια. Προαγωγός της και αργυραμοιβός των ανθρωπιστικών ιδανικών ο πόθος για την εξουσία, το κέρδος και η ψευδαίσθηση πως η κραταιότης μπορεί να διαρκέσει ες αεί. Δυστυχώς η επιστήμη της ψυχολογίας και επικοινωνίας έχει περιγράψει αναλυτικά τις αχιλλείους πτέρνας της κοινής γνώμης και τα ευρήματα αυτά χρησιμοποιούνται κατά κόρον εις βάρος των αδαών.
Η προπαγάνδα δημιουργεί ανάγκες ή επιτείνει τις υπάρχουσες
Δραματοποιεί λανθάνοντα ή υπαρκτά συναισθήματα
Αναζωογονείται με την επανάληψη
Γίνεται πιστευτή, όταν εκπέμπεται από πολλές πηγές, που αλληλοσυμπληρώνονται
Είναι αποτελεσματικότερη όταν προβάλλει τα μηνύματά της σε φαινομενικά ουδέτερο πλαίσιο.
Γίνεται περισσότερο πετυχημένη όταν τα νοήματά της δεν είναι διεκδικητικά ή απαιτητικά, αλλά φαντάζουν ως λογικά αποκυήματα της σκέψης των πολιτών.
Δηλητηριάζει τον κριτικό λόγο, όταν ενσωματώνει τα αντίθετα επιχειρήματα με τέτοιο τρόπο, ώστε να τα γελοιοποιήσει, κάνοντας την κοινή γνώμη να υποθέσει πως μετέχει μιας δημοκρατικής αντιπαράθεσης.
Εκτροχιάζουν την ορθή σκέψη παρουσιάζοντας ψευδή δεδομένα ή αποσιωπώντας άλλα. Για παράδειγμα εμφανίζουν μια ιδέα, ως πολύ πιο διαδεδομένη απ’ ό,τι πραγματικά είναι, έναν υποθετικό κίνδυνο ως απειλή, οδηγούν την κοινή γνώμη σε εκβιαστικά διλήμματα του τύπου «πτώχευση ή ξεπούλημα των βασικών δικαιωμάτων», «ανοχή στους μετανάστες ή διασάλευση της δημόσιας ασφάλειας», χωρίς να την εκθέτουν σε ενδιάμεσες πιο μετριοπαθείς λύσεις.
Σε κάθε περίπτωση η προπαγάνδα εκμεταλλεύεται το φόβο για τη διαφορετικότητα και την ανάγκη του ατόμου να μοιράζεται κοινές αξίες με τις ομάδες, στις οποίες ανήκει. Οι επαγγελματίες που τη σχεδιάζουν, αρχίζουν να παρουσιάζουν τις βασικές της θέσεις σε ανύποπτο χρόνο, εγείρουν ζητήματα εκ του μη όντος, μόνο και μόνο για να τεθούν έστω προς συζήτηση, επανέρχονται ξανά και ξανά, γνωρίζοντας ότι η αλλαγή, αν δεν είναι επαναστατική, είναι δύσκολη στην επίτευξή της. Η προσπάθειά τους εντείνεται, για να πείσουν τα μέλη της ομάδας –στόχου πως το περιεχόμενο της προπαγάνδας έχει ενσωματωθεί στις αξίες, τις συνήθειες και τους στόχους της ομάδας. Τέλος αφήνουν τους ψυχολογικούς μηχανισμούς της συμμόρφωσης και της υποταγής να συνεχίζουν το έργο της. Οποιοδήποτε μήνυμα – ακόμα κι εκείνα, που δεν ευσταθούν λογικά- μπορούν να αποτελέσουν επιδιώξεις της στρατηγικά σχεδιασμένης προπαγάνδας. Ας υποθέσουμε ότι υπάρχει συμφέρον στη βιομηχανία των κινητών τηλεφώνων να αποκρύψει την επικινδυνότητα της ακτινοβολίας για τη δημόσια ασφάλεια. Στο προπαρασκευαστικό στάδιο θα αξιοποιηθούν δηλώσεις επιστημόνων, που αμφισβητούν την αξιοπιστία, εγκυρότητα και δεοντολογία των μελετών, που υποστηρίζουν το αντίθετο. Θ α εγερθούν επιχειρήματα ακόμα και για το προσωπικό κύρος των επιστημόνων που εναντιώνονται στους στόχους της βιομηχανίας, σκάνδαλα γι’ αυτούς θα αποκαλυφθούν ή θα κατασκευαστούν, θα προβληθούν από τα ΜΜΕ ισχυρισμοί πως ο πολλαπλασιασμός των κεραιών κινητής τηλεφωνίας ελαχιστοποιεί την έκθεση στην ακτινοβολία, το κοινό θα βομβαρδιστεί με ακατάληπτες έννοιες, όπως το SAR σώματος – κεφαλής, θα αλλοιωθούν στατιστικά δεδομένα ή θα αποσιωπηθούν άλλα, διάσημοι αστέρες θα εμφανιστούν στην τηλεόραση μιλώντας με δημοφιλείς ατάκες στα κινητά και γενικά όλα θα καλυφθούν στην απροσδιοριστία της μη απόδειξης. Έτσι ακριβώς εξελίχθηκε η προπαγάνδα εναντίον της αφύπνισης για την υπερθέρμανση του πλανήτη ή η ανάλογη εκστρατεία υπέρ του καπνίσματος: Έχει μείνει ιστορικό το σύνθημα – «Οι γιατροί καπνίζουν CAMEL».


Πηγή: www.osarena.net

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Ο νέος εθνικολαϊκισμός

Δεν είναι εύκολο να ορίσουμε τον λαϊκισμό. Η δυσκολία πηγάζει από το γεγονός ότι ο λαϊκισμός δεν είναι μια πολιτική ιδεολογία με προσδιορισμένα τα βασικά της γνωρίσματα, όπως είναι λ.χ. ο σοσιαλισμός ή ο φιλελευθερισμός. Είναι αντίθετα μια έννοια που παραπέμπει σε πολλαπλά και διαφορετικά φαινόμενα, τα οποία μπορεί να ανιχνευτούν τόσο στη Δεξιά όσο και στην Αριστερά. Υπάρχουν ωστόσο και ορισμένα κοινά γνωρίσματα στη θεωρία και την πράξη των λαϊκιστικών κομμάτων και κινημάτων. Το βιβλίο του Γάλλου φιλοσόφου και ιστορικού των ιδεών Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ μάς βοηθάει να κατανοήσουμε τόσο την ενότητα όσο και την πολυμορφία του σύγχρονου λαϊκισμού.

Ο λαϊκισμός επικαλείται τον λαό και τάσσεται με το μέρος του και εναντίον των ελίτ. Και η δημοκρατία δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο στον λαό, αφού στηρίζεται στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Στηρίζεται όμως ταυτόχρονα και σε ένα σύνολο κανόνων και θεσμικών διαδικασιών, τις οποίες ο λαϊκισμός αντιμετωπίζει με δυσπιστία ή θέλει να τις καταστρατηγεί. Ο λαός θεωρείται από τους λαϊκιστές ως η πηγή και ο κάτοχος όλων των θετικών αρετών και αξιών. Ο λαϊκισμός εξυψώνει τον λαό και τον αναγορεύει σε αντικείμενο λατρείας, σε μοναδικό θεμέλιο του πολιτικού ή ακόμη και σε σωτηριολογική αρχή. Ο λαϊκιστικός λόγος, που βασίζεται συνήθως σε μιαν απλοϊκή και μανιχαϊκή ερμηνεία της πραγματικότητας, αυξάνει τη δημαγωγία στον πολιτικό ανταγωνισμό και υποβαθμίζει την ανάγκη για σοβαρή προγραμματική επεξεργασία. Ο λαϊκισμός μετεωρίζεται μεταξύ της απόρριψης της πολιτικής, του υπερδημοκρατικού αιτήματος να αναθέσουμε απευθείας στον λαό τη διαχείριση των κοινών και του πειρασμού να εμπιστευτούμε την έκφραση της φωνής του λαού σε έναν αυταρχικό ηγέτη.
Οι λαϊκιστές ηγέτες υπόσχονται την κατάργηση της απόστασης ή ακόμη και κάθε διαφοράς μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Και απορρίπτουν τις μεσολαβήσεις που παρεμποδίζουν τη σύμπτωση του ενιαίου λαού με τους ιθύνοντές του ή τον υπέρτατο ηγέτη του. Αυτή η απόρριψη μπορεί να γίνεται στο όνομα του ριζοσπαστικού αιτήματος της άμεσης δημοκρατίας, αλλά μπορεί να γίνεται και στο όνομα μιας ρητά αντιδημοκρατικής αντίληψης. Σε κάθε περίπτωση, ο λαϊκισμός υπόσχεται μαγικές λύσεις σε πολύπλοκα προβλήματα. Για να κατανοήσουμε καλύτερα το λαϊκιστικό φαινόμενο, πρέπει να πάρουμε υπόψη μας ότι ο λαϊκισμός δεν είναι μόνο η έκφραση μιας αυταπάτης, αλλά είναι ταυτόχρονα και έκφραση μιας μεγάλης δυσαρέσκειας, το σύμπτωμα μιας υπαρκτής κρίσης. Ο λαϊκισμός γεννιέται και διαδίδεται στο έδαφος του ιστορικού πεσιμισμού, της ανασφάλειας, της αβεβαιότητας και της απελπισίας που προκαλεί η παρακμή της ευρωπαϊκής ουτοπίας. Οταν στην Ευρώπη εφαρμόζονται κοινωνικά άδικες πολιτικές λιτότητας, με τις οποίες καλούνται οι λαοί να πληρώσουν για τα λάθη των κυρίαρχων ελίτ, τότε μοιραία στην κρίση της πολιτικής αντιπροσώπευσης έρχεται να προστεθεί μια βαθύτερη κρίση εμπιστοσύνης, που πλήττει τα προγράμματα, τις πολιτικές θέσεις και τις ηγετικές μορφές όλων σχεδόν των πολιτικών σχηματισμών.
Επισκοπώντας τις διάφορες κατηγορίες λαϊκισμών, ο Ταγκιέφ προτείνει να διακρίνουμε τους λαϊκισμούς διαμαρτυρίας από τους εθνικολαϊκισμούς ή ταυτοτικούς λαϊκισμούς. Στην πρώτη περίπτωση, η λαϊκιστική κινητοποίηση παίρνει τη μορφή καταγγελίας του συστήματος και εκφράζει πολιτικά την κοινωνική διαμαρτυρία. Στην περίπτωση του εθνικολαϊκισμού, αντίθετα, είναι κυρίαρχη η εθνοτική ή εθνικιστική διάσταση. Ο εθνικολαϊκισμός κινητοποιεί τις λαϊκές μάζες όχι μόνο εναντίον των ελίτ αλλά και εναντίον των ξένων και εκμεταλλεύεται πολιτικά την αντιμεταναστευτική ξενοφοβία. Επικαλείται ένα λαό που συμπεριλαμβάνει μόνο τους ομοεθνείς και ζητάει να «εκκαθαριστεί» η χώρα από τα υποτιθέμενα «μη αφομοιώσιμα» στοιχεία. Η απόρριψη της μετανάστευσης γίνεται στο όνομα της υπεράσπισης της εθνοτικο-πολιτισμικής ταυτότητας του έθνους, η οποία απειλείται από τον διπλό κίνδυνο του «εξισλαμισμού» και της πολυπολιτισμικής κοινωνίας.
Ο «δεξιός» λαϊκισμός υπερβάλλει ως προς τις πραγματικές απειλές και τείνει να τροφοδοτεί τους συλλογικούς φόβους, προκειμένου να τους εκμεταλλεύεται πολιτικά. Ο «αριστερός» λαϊκισμός τείνει, αντίθετα, να ελαχιστοποιεί ή να αρνείται τις πραγματικές απειλές και να τις αντικαθιστά με άλλες περισσότερο ή λιγότερο φανταστικές. Ο Ταγκιέφ μάς καλεί να μάθουμε να αναγνωρίζουμε τους υπαρκτούς και δικαιολογημένους φόβους και τις θεμιτές ανησυχίες και να τις διακρίνουμε από την αθέμιτη και καταδικαστέα πολιτική τους εκμετάλλευση από τους λαϊκιστές δημαγωγούς. Υποστηρίζει μάλιστα ότι, αν αναγνωριστούν πλήρως και τεθούν στην ορθή τους βάση ορισμένα «δύσκολα ή ενοχλητικά προβλήματα», η λαϊκιστική τακτική της δημαγωγικής τους εκμετάλλευσης θα αποδυναμωθεί δραστικά. Ποια είναι όμως η ενδεδειγμένη γενική στρατηγική για την αντιμετώπιση της ανόδου του νέου λαϊκισμού; Ο Ταγκιέφ απορρίπτει τη στρατηγική της δαιμονοποίησης και της υγειονομικής ζώνης και εισηγείται, αντίθετα, μια στρατηγική ενσωμάτωσης και εξημέρωσης της νεολαϊκιστικής αμφισβήτησης.


   Πηγή: efsyn.gr