Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

Η δημοκρατία της Βαιμάρης

Ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος έληξε στα τέλη του 1918 με την ήττα της Γερμανίας και των συμμάχων της. Ο αυτοκράτορας (κάιζερ) διώχθηκε και η Γερμανία απέκτησε καθεστώς αβασίλευτης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Η "Δημοκρατία της Βαϊμάρης", όπως ονομάστηκε, έζησε μέχρι το 1933, που την δολοφόνησε ο ναζισμός. Κατά τα χρόνια 1919-1933, παρά τις κοινωνικές και οικονομικές αναταραχές, είχαμε στη Γερμανία μια τεράστια πνευματική άνθηση: λογοτεχνία, θέατρο, ζωγραφική, αρχιτεκτονική, κινηματογράφος πειραματίστηκαν δημιουργικά και έδωσαν έργα αξεπέραστα.

Αρκεί ν' αναφέρουμε τους ποιητές Ράινερ Μαρία Ρίλκε και Στέφαν Γκεόργκε, πεζογραφήματα όπως "Η όπερα της πεντάρας" του Μπέρτολτ Μπρεχτ, το "Μπερλίν Αλεξάντερπλατς" του Άλφρεντ Νταίμπλιν, "Το μαγικό βουνό" του Τόμας Μαν, αλλά και το Μπάουχαους, το Ινστιτούτο Βάρμπουργκ και το Ινστιτούτο της Φραγκφούρτης, τις ρηξικέλευθες θεατρικές παραστάσεις, την "εκφυλισμένη" (κατά τον Χίτλερ) ζωγραφική και τον εξπρεσιονιστικό κινηματογράφο: όλ' αυτά γεννήθηκαν κατά τα χρόνια του οικονομικού χάους και των σκληρών κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων που κατέληξαν στην επικράτηση του ναζισμού.

Η πρώτη αυτή γερμανική δημοκρατία πήρε το όνομά της από την πόλη Βαϊμάρη (Weimar), όπου συνήλθε η Γερμανική Εθνοσυνέλευση για να δημιουργήσει ένα νέο Σύνταγμα μετά την κατάλυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας.
Η δημιουργία της δημοκρατικής αυτής κυβέρνησης είναι άμεση συνέπεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η κυβέρνηση αυτή, που υπέγραψε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, αποτελούμενη από σοσιαλιστές της αριστεράς, σοσιαλδημοκράτες και αντιπροσώπους του καθολικού Κέντρου, πολύ γρήγορα βρέθηκε αντιμέτωπη με την κομμουνιστική εξέγερση των Σπαρτακιστών του Βερολίνου, την οποία κατέστειλε με βιαιότητα και δολοφόνησε τους ηγέτες της Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ (15 Ιανουαρίου 1919).

 Καρπός ενός συμβιβασμού μεταξύ των διαφόρων πολιτικών δυνάμεων, (Απρίλιος 1919), το σύνταγμα αντιπροσώπευε ό,τι πιο προοδευτικό και δημοκρατικό μπορούσε να υπάρξει εκείνη τη στιγμή. Έθετε επίσης με σαφήνεια τα όρια των διαφόρων εξουσιών και περιείχε τις θεμελιώδεις διατάξεις που αφορούσαν την παιδεία, την κοινωνική πολιτική, τις σχέσεις εργασίας κ.α. Ωστόσο, η οικονομική κρίση που αντιμετώπιζε η Γερμανία, το πολεμικό χρέος που υποχρεωνόταν να καταβάλει και η διατήρηση των οργάνων εξουσίας του παλαιού καθεστώτος μέσα στο σώμα της νέας δημοκρατίας ευνοούσαν την αναβίωση του εθνικισμού και έφθειραν τα δημοκρατικά κόμματα. Οι κυβερνήσεις που ακολουθούσαν ζούσαν υπό το βάρος του πληθωρισμού, τον οποίον τροφοδοτούσε η πληρωμή των πολεμικών επανορθώσεων, ενώ οι δεξιοί εξαπέλυαν τραγική σειρά δολοφονιών

Το σοβαρότερο πλήγμα κατά της γερμανικής δημοκρατίας δόθηκε όταν η Γαλλία, για να εξασφαλίσει την πληρωμή των χρεών, κατέλαβε τη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ (11 Ιανουαρίου 1923) σε συμφωνία με το Βέλγιο. Η κυβέρνηση, πρόεδρος της οποίας ήταν ο Βίλχελμ Κούνο, αντέδρασε κηρύσσοντας παθητική αντίσταση, ενώ η χρηματοδότηση από τη γερμανική κυβέρνηση οδήγησε στην οριστική κατάρρευση του μάρκου και στην όξυνση του πληθωρισμού. Μέσα στη γενική κρίση, τα αντιδραστικά κινήματα έδωσαν το σύνθημα της εξέγερσης, παρά την αναχαίτιση του πληθωρισμού που οφειλόταν στα μέτρα της κυβέρνησης εθνικής ενότητας που συγκροτήθηκε στις 13 Αυγούστου από τον Γκούσταβ Στρέζεμαν, τον σημαντικότερο πολιτικό της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

Τι ακριβώς είναι το ΔΝΤ και πως ιδρύθηκε;

International Monetary Fund logo.pngΤο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ)  είναι ένας διεθνής οργανισμός ο οποίος επιβλέπει το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα παρακολουθώντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και τα ισοζύγια πληρωμών και προσφέροντας οικονομική και τεχνική βοήθεια όταν του ζητηθεί. Το ΔΝΤ ιδρύθηκε στις 27 Δεκεμβρίου του 1945 στην Ουάσιγκτον, πρωτεύουσα των ΗΠΑ κατόπιν συνομολόγησης 29 Χωρών που είχαν συμβάλει στο 80% του κεφαλαίου. Η ίδρυση του Οργανισμού αυτού είχε προπαρασκευαστεί κατά τη Διεθνή Νομισματική και Χρηματοδοτική Συνδιάσκεψη που συνήλθε στο Μπρέτον Γουντς, του Νιού Χαμσάιρ των ΗΠΑ, ενάμισι χρόνο πριν, από 1ης Ιουλίου μέχρι 22 Ιουλίου του 1944. Έδρα του Οργανισμού ορίσθηκε η Ουάσιγκτον ως πρωτεύουσα της χώρας με το μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής.
 Κύριος σκοπός του εν λόγω οργανισμού είναι η προώθηση της διεθνούς νομισματικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών με ισόρροπη ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου. Για τον σκοπό αυτό προωθούνται συγκεκριμένα μέτρα, ή οσάκις κρίνεται αναγκαίο αποφασίζονται ιδιαίτερα μέτρα, μεταξύ των οποίων είναι:
  1. Η ενιαία διαδικασία ομαλής προσαρμογής εκάστου κράτους μέλους στις συναλλαγματικές ισοτιμίες.
  2. Διεθνείς διαβουλεύσεις σε περιπτώσεις σημαντικών αλλαγών των ακολουθουμένων συναλλαγματικών πρακτικών.
  3. Επιβολές ορισμένων περιοριστικών συναλλαγματικών μέτρων και τέλος
  4. Άρση των παραπάνω περιοριστικών μέτρων κατόπιν διαπιστωμένης βελτίωσης οικονομικής θέσης του συγκεκριμένου κράτους-μέλους.
Ανώτατο διοικητικό όργανο του ΔΝΤ είναι το λεγόμενο «Συμβούλιο των Διοικητών» στο οποίο εκπροσωπείται κάθε κράτος μέλος μ΄ ένα Διοικητή και έναν αναπληρωματικό για πέντε συνεχή έτη. Το Συμβούλιο αυτό συνέρχεται μία φορά ετησίως στη λεγόμενη "Τακτική Σύνοδο". Κατά τη διάρκεια της συνόδου αυτής εγκρίνονται τα πεπραγμένα του Οργανισμού, εκλέγονται νέοι διευθυντές, ενώ λαμβάνονται διάφορες αποφάσεις όπως π.χ. τυχόν αλλαγή ισοτιμιών, περί εισόδου νέων μελών, κ.λπ.
Πολλές από τις εξουσίες του Συμβουλίου των διοκητών έχουν σήμερα μεταβιβαστεί στο Εκτελεστικό Συμβούλιο που αποτελεί τον αμέσως υφιστάμενο όργανο του ΔΝΤ. Ο Διοικητικός Διευθυντής του Συμβουλίου προΐσταται του Εκτελεστικού Συμβουλίου καθώς και όλου του προσωπικού του Οργανισμού που υπολογίζεται περίπου στα 4000 άτομα από 180 και πλέον χώρες.
Σημειώνεται ότι το Εκτελεστικό Συμβούλιο ασχολείται κυρίως με θέματα τρέχουσας φύσεως του Οργανισμού αφού για τα σημαντικότερα επιλαμβάνεται αυτό τούτο το Συμβούλιο των Διοικητών.
 Μέλη του ΔΝΤ γίνονται δεκτά μόνο ελεύθερες και κυρίαρχες χώρες. Το 2000 τα μέλη του ΔΝΤ αριθμούσαν 182 (χώρες). Στα συστήματα παρακολούθησης των οικονομιών, συνεισφέρουν στατιστικά δεδομένα χωρίς να είναι μέλη του ΔΝΤ, οι Παλαιστινιακές Αρχές, το Χονγκ Κονγκ, όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για την Ευρωζώνη και η Eurostat για όλη την ΕΕ. Δεν είναι μέλη επίσης οι εξής χώρες: Κούβα, Ανδόρρα, Λίχτενσταϊν, Μονακό, Ναούρου και Βόρεια Κορέα.
 Οποιαδήποτε χώρα μπορεί να ζητήσει να γίνει μέλος του ΔΝΤ. Η αίτηση θα εξεταστεί πρώτα από το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ, το οποίο θα υποβάλει έκθεση στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΔΝΤ με εισηγήσεις. Οι εισηγήσεις αφορούν το μερίδιο που αναλογεί (quota) στο υποψήφιο μέλος, τον τρόπο πληρωμής της συνδρομής, και άλλους όρους και προϋποθέσεις για ένταξη. Αφού το Διοικητικό Συμβούλιο εγκρίνει την έκθεση, η αιτούσα χώρα οφείλει να λάβει τα απαραίτητα νομικά μέτρα σύμφωνα με τη δική της νομοθεσία ώστε να μπορέσει να υπογράψει τη σχετική συμφωνία με το ΔΝΤ και να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της ως μέλος.
Το μερίδιο (quota) ενός μέλους του ΔΝΤ καθορίζει τη συνδρομή που πρέπει να πληρώνει, το βάρος της ψήφου του, την πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις από το ΔΝΤ, και το μερίδιό του σε Special Drawing Rights. Ένα μέλος δεν μπορεί μονομερώς να αυξήσει το μερίδιό του - η οποιαδήποτε αύξηση πρέπει πρώτα να εγκριθεί από το Εκτελεστικό Συμβούλιο. Για παράδειγμα, το 2001 δεν επιτράπηκε στην Κίνα να αυξήσει το μερίδιό της όσο επιθυμούσε, ώστε να παραμείνει στο επίπεδο της μικρότερης οικονομίας των G7 . Έκτοτε, η συνεισφορά της έχει αυξηθεί μόνο ελαφρώς.
Από το 2006 διεξάγεται συζήτηση για αλλαγές στον τρόπο ψήφισης, ώστε να γίνεται πιο δίκαια. 

Η βασική αποστολή του ΔΝΤ είναι να παρέχει τεχνική και οικονομική βοήθεια σε χώρες που βρίσκονται σε πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση. Χώρες-μέλη που έχουν πρόβλημα με το ισοζύγιο πληρωμών μπορούν να ζητήσουν δάνεια και βοήθεια στη διαχείριση της εθνικής τους οικονομίας. Για να δοθεί η βοήθεια απαιτείται συνήθως από τις χώρες αυτές να προβούν σε μεταρρυθμίσεις (οι οποίες αναφέρονται σε μερικές περιπτώσεις ως "συναίνεση της Ουάσινγκτον"). Αυτές οι μεταρρυθμίσεις συνήθως απαιτούνται γιατί χώρες με σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία μπορούν να δημιουργήσουν οικονομικές, νομισματικές και πολιτικές πρακτικές οι οποίες να οδηγήσουν οι ίδιες το σύστημα σε κρίση. Για παράδειγμα, χώρες με τεράστια ελλείμματα προϋπολογισμού, ανεξέλεγκτο πληθωρισμό, αυστηρό έλεγχο τιμών, ή ιδιαίτερα υπερτιμημένο ή υποτιμημένο νόμισμα διατρέχουν τον κίνδυνο να αντιμετωπίσουν στο μέλλον σοβαρό πρόβλημα με το ισοζύγιο πληρωμών. Έτσι, τα προγράμματα αυτά έχουν ως στόχο, να διορθώσουν τις συνθήκες που οδήγησαν στην οικονομική κρίση και όχι απλώς να χρηματοδοτήσουν την έλλειψη υπεύθυνης στάσης στα οικονομικά.
Όταν η βοήθεια συνίσταται από δάνεια, αυτά συνήθως δίνονται σε δόσεις, καθεμιά από τις οποίες δίνεται υπό την προϋπόθεση ότι έχουν επιτευχθεί συγκεκριμένοι στόχοι.
Η προσέγγιση του ΔΝΤ έχει δεχτεί πολλές επικρίσεις. Σύμφωνα με πολλούς υποστηρικτές του ΔΝΤ, κάποιες από αυτές τις επικρίσεις είναι αποτέλεσμα του ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν γνωρίζουν καλά τις λειτουργίες και τους στόχους του ΔΝΤ, και αυτό οφείλεται στην έλλειψη διαφάνειας εντός του ΔΝΤ, καθώς και στην περίπλοκη φύση του διεθνούς οικονομικού συστήματος γενικότερα. Οι εισηγήσεις για βελτίωση αυτής της κατάστασης περιλαμβάνουν τη μείωση των οικονομολόγων, οι οποίοι - πολλοί φοβούνται - ότι χρησιμοποιούν τις χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου ως πειραματόζωα. Από την άλλη, κάποιοι φοβούνται ότι οι αλλαγές αυτές που προτείνονται εισάγουν θέματα που είναι περισσότερο πολιτικά παρά οικονομικά και τα οποία έχουν ήδη οδηγήσει σε οικονομικές κρίσεις. Σύμφωνα με τον Ούλριχ Μπεκ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει ως πρωταρχικό στόχο την αποτροπή μια παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Ο ρόλος των δύο οργανισμών του Μπρέτον Γουντς έχει αμφισβητηθεί από μερικούς από τα τέλη της ψυχροπολεμικής περιόδου. Οι επικριτές ισχυρίζονται ότι αυτοί που κατευθύνουν την πολιτική του ΔΝΤ εσκεμμένα στήριξαν καπιταλιστικές στρατιωτικές δικτατορίες που πρόσκεινταν φιλικά σε αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες. Οι επικριτές ισχυρίζονται επίσης ότι το ΔΝΤ είναι σε γενικές γραμμές απαθές ή και εχθρικό στις απόψεις τους για δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα και εργατικά δικαιώματα. Η αντιπαράθεση αυτή έχει συμβάλει στη δημιουργία του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Άλλοι ισχυρίζονται ότι το ΔΝΤ δεν έχει αρκετή ισχύ για να δημοκρατικοποιήσει κυρίαρχα κράτη, αν και αυτό δεν εντάσσεται ούτως ή άλλως στους δεδηλωμένους στόχους του, οι οποίοι είναι να συμβουλεύει και να προωθεί την οικονομική σταθερότητα. Το επιχείρημα υπέρ του ΔΝΤ είναι ότι η οικονομική σταθερότητα αποτελεί πρόδρομο της δημοκρατίας.
Δύο επικρίσεις από οικονομολόγους είναι ότι η οικονομική βοήθεια δίδεται πάντοτε υπό διάφορες προϋποθέσεις (conditionalities), περιλαμβανομένων των Προγραμμάτων Διαρθρωτικής Προσαρμογής (Structural Adjustment Programs). Οι προϋποθέσεις, υποστηρίζεται, παρεμποδίζουν την κοινωνική σταθερότητα και επομένως και τους δεδηλωμένους στόχους του ΔΝΤ, ενώ τα Προγράμματα Διαρθρωτικής Προσαρμογής οδηγούν σε αύξηση της φτώχειας στις χώρες που δέχονται τη βοήθεια.
Κατά κανόνα, το ΔΝΤ και οι υποστηρικτές του είναι υπέρμαχοι της μονεταριστικής προσέγγισης. Αυτό έχει ως συνέπεια ότι εκείνοι που ανήκουν στη σχολή σκέψης της προσφοράς (supply-side economics) διαφωνούν ανοικτά με το ΔΝΤ. Το ΔΝΤ υποστηρίζει συχνά την υποτίμηση νομισμάτων, την οποία η σχολή της προσφοράς θεωρεί ότι αυξάνει τον πληθωρισμό. Επίσης, συνδέουν την ψηλή φορολογία των προγραμμάτων λιτότητας με συρρίκνωση της οικονομίας.
Η υποτίμηση του νομίσματος συνιστάται από το ΔΝΤ σε κυβερνήσεις χωρών των οποίων η οικονομία βρίσκεται σε κακή κατάσταση. Οι οικονομολόγοι που δίνουν έμφαση στην προσφορά ισχυρίζονται ότι οι κεϋνσιανές πολιτικές του ΔΝΤ είναι καταστροφικές για την οικονομική ευημερία.
Από την άλλη, το ΔΝΤ μερικές φορές υποστηρίζει "προγράμματα λιτότητας", τα οποία συνεπάγονται αύξηση των φόρων ακόμη και όταν η οικονομία είναι αδύνατη, με στόχο να παρέχουν έσοδα στην κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει το έλλειμμα προϋπολογισμού, κάτι που είναι αντίθετο με την κεϋνσιανή πολιτική. Αυτές οι πολιτικές επικρίθηκαν από τον Τζόζεφ Ε. Στίγκλιτς, πρώην οικονομολόγο και αντιπρόεδρο της Παγκόσμιας Τράπεζας, στο βιβλίο του Globalization and Its Discontents. Ο Στίγκλιτς υποστήριξε ότι, στρεφόμενο σε μια πιο νομισματική προσέγγιση, το ΔΝΤ δεν έχει πλέον έγκυρο στόχο, αφού σχηματίστηκε για να παρέχει κονδύλια σε χώρες για να υλοποιήσουν κεϋνσιανή αποκατάσταση των πληθωριστικών μεγεθών.

πηγή:  el.wikipedia.org

Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

Η παιδεία και η συμμετοχή ως αντίδοτο στην κρίση

Η  πρωτοφανής συναίνεση σε κάποιες εθνικιστικές δημαγωγικές αντιλήψεις, οδήγησε τα τελευταία χρόνια σε μια ανεπάντεχη γιγάντωση πολιτικών σχηματισμών που κινούνταν στην αφάνεια και στην ανάδειξη ακόμη και ανθρώπων με ήδη βεβαρημένο ποινικό μητρώο σε τιμητές της ηθικής και λυτρωτές από την προδοσία.
Πως όμως βρήκανε το πρόσφορο έδαφος αυτοί οι σπόροι; Η μοιρολατρία και η κοινωνική ανισότητα στις σύγχρονες αστικές και ημιαστικές κοινωνίες θεωρούνται από τα σημαντικότερα αίτια βίας, τόσο με την  ακριβή έννοια της εγκληματικότητας, όσο  και με την ευρύτερη σημασία του όρου. Η φιλοπατρία που καλλιεργούν τα σχολικά βιβλία, με την απουσία ευθύνης από το έθνος-θύμα των περιστάσεων και των κακών του επιλογών, ενέτεινε την τάση να νιώθουν τα άτομα έρμαια της μοίρας. Απώτερη συνέπεια αυτού είναι να υπερισχύει το ατομικό επί του ομαδικού σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής και το κοινό συμφέρον να μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. 
Αλέξ. ΔελμούζοςΞαφνικά, τα τελευταία χρόνια, ανακαλύπτεται δειλά δειλά η έννοια της ατομικής παρέμβασης και του εθελοντισμού. Απότοκος αυτής της ανακάλυψης είναι η αναγνώριση της σημασίας κοινωνικών παρεμβάσεων όπως η συλλογή τροφίμων, τα συσίτια, ή συλλογή ρούχων, η αναδάσωση,  η εθελοντική περισυλλογή απορριμάτων κοκ. Ο κατάλογος τέτοιων προσπαθειών με λίγη φαντασία και θέληση θα μπορούσε να γίνει υπέρογκος.
Και πάλι για τους περισσοτέρους η ύπαρξη αυτών των δράσεων ερμηνεύεται ως αναγκαίο κακό μετά το ξέσπασμα της κρίσης και όχι αντίθετα το ξέσπασμα της κρίσης ως αποτέλεσμα και του μηδαμινού ενδιαφέροντος των πολιτών για ενεργού ρόλους. Μια κοινότητα που οι πολίτες της δεν ρυπαίνουν, δεν καταστρέφουν δημόσια περιουσία, που βοηθά ο ένας τον άλλο και αφιλοκερδώς υλοποιούν ιδέες για να βελτιώσουν την καθημερινότητα τους, δεν είναι μόνο ένα σύνολο που προσπαθεί να ζει πιο ευτυχισμένα κα ειρηνικά (αντί να μοιρολατρεί, να βρίζει και να πολώνεται), έχει επίσης λιγότερα έξοδα και  όχι μόνο αυτό: είναι και πιο  ελκυστικό, έχει περισσότέρα έσοδα και οφέλη (με διάφορους τρόπους) και σίγουρα είναι πιο ευτυχισμένο.
Αυτή την επιδίωξη δεν την εξέθρεψε ποτέ το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας μας, ούτε και ο δεύτερος πιο σημαντικός πόλος διαπαιδαγώγησης, τα ΜΜΕ.  Ήμασταν και είμαστε πάντα μια κοινωνία που διάβαζε για το άδικο, μιλούσε για το άδικο, τραγουδούσε για το άδικο,  άκουγε για το άδικο... Σε κάθε καταστροφή, από τη πιο μεγάλη (Μικρασιατική) ως τη πιο μικρή (πλημμύρα σε έναν οικισμό) προβάλλεται η οργή για τους "ανώτερους" φορείς που δεν βοήθησαν και δεν έκαναν αυτό που πρέπει. Δεν υπάρχει καν η παραδοχή πως οι πολίτες χρησιμοποιούνται ή πως δεν σέβονται τους Νόμους, χάρης στην ανοχή αυτών των μισητών φορέων. 
Και οταν τα τραγούδια, οι μνήμες, τα βιβλία και τα έργα μιλάνε για νικές, τότε αναφέρονται σε πολέμους, σε ηρωισμό, σε ανδρεία και μάχες. Τονίζουν πιο πολύ αυτά τα πρότυπα και όχι την εργατικότητα, την προσπάθεια, την επιμονή, το όραμα, την καταξίωση, την κοινωνική ευθύνη, την δημιουργικότητα, τον αγώνα για ευημερία, την ομαδικότητα και τον σεβασμό στον συνάνθρωπο.
Μια τέτοια ρομαντική κοινωνία με τα δεύτερα χαρακτηριστικά, σίγουρα θα κατανοούσε καλύτερα τα κοινωνικά αίτια που παράγουν φαινόμενα βίας και θα οδηγούσε πιο εύκολα τους νέους να συμμετέχουν στα κοινά, παρά να αδιαφορούν. Δεν είναι η ανάγκη το απαραίτητο μέσο να οδηγηθούν στην ενεργή παρουσία τους οι πολίτες, είναι οι κατάλληλες συνθήκες που λείπουν. Αντίθετα, η έννοια της ανάγκης είναι πιο πιθανό να επιφέρει ακραίες μορφές αντίδρασης και να αποδίδει συναίνεση στις τάσεις επιβολής αντιλήψεων δια της βίας.
Είναι ανησυχιτική η έξαρση του φανατισμού στην πολιτική ζωή καθώς αποκρυσταλλώνεται μια τάση επιβολής των "σωστών" πολιτικών αντιλήψεων που χρησιμοποιεί ως εργαλεία τον χλευασμό, την ειρωνεία, τους σκληρούς χαρακτηρισμούς απέναντι στους πρεσβευτές αντίθετων ιδεών και τις απειλές για λυντσάρισμα, κρέμασμα ή λαΐκό δικαστήριο. Μια τέτοια  τακτική προλειάνει το έδαφος της παραβίασης του κοινοβουλευτισμού από αυτόκλητους σωτήρες του έθνους και της εδραίωσης  ιδιοτελών και αντιδημοκρατικών  πρακτικών.
 Ο πιο υγιής τρόπος αντίδρασης των απλών πολιτών είναι να στρέψουν την πλάτη στην ρητορική του μίσους, από όπου και αν προέρχεται και να αναζητήσουν όσα τους ενώνουν και όχι όσα τους χωρίζουν. Ακούγεται εύκολο και ρηχό, όμως δεν είναι. Είναι δύσκολο ο δάσκαλος στο σχολείο να αγνοήσει το βιβλίο και να προτιμήσει να μιλήσει για την ειρήνη, όχι για τον πόλεμο. Να διδάξει πιο πολλά για τον Αριστοτέλη, τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Περικλή, τον Ευκλείδη, τον Ιπποκράτη κα όχι για τον Λεωνίδα, τον Μέγα Αλέξανδρο και τον Φίλιππο.  Να  μιλήσει για άλλους πολιτισμούς και για σύγχρονα πρότυπα. Να συμμεριστεί ο καθένας  τον πόνο όσων το σπίτι χάθηκε από τα νερά της ρεματιάς, αλλά όχι την οργή τους. Να ενημερωθεί, αλλά να προτιμήσει να διαδώσει στους οικείους του θετικές ειδήσεις που εμπεριέχουν κάποιο ηθικό διδαγμα. Να αναζητησει συλλογικές δράσεις και να προτρέψει και άλλους να συμμετέχουν σε αυτές. Να αποδοκιμάσει την ιδεολογική- πολιτική εκμετάλλευση του εθελοντισμού από μέσα και όχι με την αποχή του. 
Τα έργα της ειρήνης είναι πιο δύσκολα από αυτά του πολέμου και  εκείνη την εξουσία που θέλει νωθρούς πολίτες, αμέτοχους,  τη βολεύει να νιώθουν  αυτοί περήφανοι για τους πολέμους και να έχουν αυτούς ως σημεία αναφοράς, ξεχνώντας πόσο εύκολο είναι να γκρεμίσεις και ποσο δύσκολο να χτίσεις. Το χτίσιμο είναι μια έννοια που δεν έχει να κάνει μόνο με την πράξη, αλλά και με τη σκέψη. Ένας τρόπος σκέψης συνθετικός, διερευνητικός, πολυσυλλεκτικός και παραγωγικός καθοδηγείται και επηρρεάζεται δυσκολα από συναισθήματα, άρα δύσκολα χειραγωγείται.  Οι κοινωνίες που έχουν ευτυχισμένους πολίτες είναι τέτοιου είδους κοινωνίες με δυνατά εκπαιδευτικά συστήματα και ενεργούς πολίτες.
Β.Τ.

Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Η Ιστορία δεν δίδαξε τους Έλληνες μέχρι τώρα

Μια από τις κύριες ιδέες που διαχέουν το πνεύμα των σχολικών βιβλίων, τα οποία γαλούχησαν όλες τις τελευταίες γενιές Ελλήνων, είναι ο συνδυασμός δυο αντιλήψεων: Η πρώτη είναι αυτή περί καθοριστικής επίδρασης της ελληνικής αρχαιότητας στην εξέλιξη του δυτικού πολιτισμού και η δεύτερη, η τάση να υπερασπίζονται οι χώρες αυτές τα συμφέροντα τους πάντοτε, βλάπτοντας την Ελλάδα. Καθώς,  τα δυο μηνύματα εναλλάσονται και επαναλαμβάνονται, διαμορφώνουν την αίσθηση πως αυτοί οι λαοί πήρανε περισσότερα από την Ελλάδα σε σχέση με αυτά που έδωσαν. Αυτό το μοτίβο σκέψης οδηγεί σε μια.επιφανειακή  κριτική των διεθνών πολιτικών εξελίξεων, που διακατέχεται από δογματισμό. Είμαστε "εμείς"  (οι Έλληνες) ως ένα ομοιογενες σύνολο απέναντι σε "αυτούς" (τους Ευρωπαίους), επίσης μια ομοιογενής μάζα, όπου έχει εξαληφθεί σε κάθε περίπτωση, κάθε ταξική διαφορά, κάθε διαφορά ανάμεσα σε κράτη, ηλικίες, φύλα κοκ. Όποιος τολμήσει να συμπεριφερθεί σαν να μην ανήκει σε αυτό το πλαίσιο είναι προδότης (αν κανονικά "έπρεπε να ανήκει σε εμάς") ή  φωτεινή εξαίρεση (αν είναι κάποιος από "αυτούς").
Δυστυχώς, η πολιτική κριτική απαιτεί οξυδέρκεια και όχι εθνική μονομέρεια, όπως επιδιώκει το εκπαιδευτκό μας κατεστημένο. Στα βιβλία ιστορίας και γλώσσας η αφήγηση συνοψίζεται στην επιβίωση του ελληνικού έθνους, παρά τις περσικές εκστρατείες, τη ρωμαική κατάκτηση, τις επιδρομές σλαβικών και γερμανικών φυλών, τις σταυροφορίες,  την φραγκική κατάκτηση, τις επιθέσεις σαρακηνών, τις μετακινήσεις νομαδικών λαών, την οθωμανική κυριαρχία κλπ. Και συνεχίζεται με  την απόκρουση των επιβουλών των γειτονικών κρατών, την ηρωική αντίσταση στους Ναζί και τη νίκη του λαού στο Πολυτεχνείο. Παρουσιάζεται, με άλλα λόγια, ένα ηρωικό έθνος, πάντοτε αμυντικό που δεν έχει βλάψει ποτέ κανένα, ενώ έχει βλαφτεί και αδικηθεί από πολλούς. Η αφήγηση αυτή κατασκευάζει ένα έθνος- θύμα και αυτό γίνεται φανερό από το πως συνεχίζεται η πολύ πρόσφατη Ιστορία στον κοινό νου. Μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο φταίγανε οι Άγγλοι, οι Αμερικάνοι, οι Γερμανοί. Αυτή η θέαση παραμερίζει τα κοινωνικά αίτια της κάθε καταστροφής και δεν επιτρέπει την ενδοσκόπηση της κοινωνίας.
Οι στατικές ιδιότητες που αποδίδονται στα έθνη εμφανίζουν τελικά τις επεκτατικές πολιτικές, τον φασισμό και τους πολέμους σαν φυσικά καταστροφικά φαινόμενα όπως λχ, οι σεισμοί, που οφείλονται σε εγγένη ελατώμματα των λαών και όχι ως κοινωνικά προϊόντα, που σχετίζονται με πολιτικά καθεστώτα, με τα οικονομικά συμφέροντα επιμέρους ομάδων, εντός και εκτός συνόρων,  και διεθνείς συσχετισμούς δυνάμεων. Η έμφαση στις κακές συνέπειες των πολέμων που προκαλούν οι άλλοι και η ηθική αξιολόγηση των εθνών απομακρύναν τους έλληνες πολίτες από την ικανότητα να  εντοπίζουν αρνητικές τάσεις στο εσωτερικό του ίδιου του κράτους τους και να μπορούν να απαξιώνουν ακραίες πολιτικές δυνάμεις.
Η αχρονική ηθική αξιολόγηση των εθνών παρακωλύει την κατανόηση των συσχετισμών δυνάμεων και άρα της συνείδησης πως πρέπει να καλλιεργούνται κατά περίπτωση συμμαχίες. Όσο μεγαλύτερη έκταση έχει η τάση να αποδίδονται σε εθνικά σύνολα, ατομικά χαρακτηριστικά και ανθρώπινα ελατώμματα και προτερήματα, τόσο μεγαλύτερη είναι η τάση διαχωρισμού των λαών σε θύτες και θύματα και η αδυναμία διάκρισης συμφερόντων εντός εθνικών συνόρων, με αποτέλεσμα τα συμφέροντα συντεχνιών, οικονομικών, κοινωνικών και ιδεολογικών κύκλων να προβάλονται, ανάλογα με την πρόσβαση σε και την ταύτιση τους  με κύκλους μέσων μαζικής ενημέρωσης, ως πανεθνικά. Είναι σχεδόν αδύνατο σε αυτή την περίπτωση να γίνει κατανοητό πως τα οφέλη μιας κοινωνικής ομάδας μπορεί να ταυτίζονται περισσότερο με αυτά μιας άλλης εκτός συνόρων και όχι με αυτό που παρουσιάζεται τεχνιέντος ως εθνικό συμφέρον.
Η εθνική διαπαιδαγώγηση  στην Ελλάδα οδήγησε στην εσωτερίκευση της έννοιας του έθνους θύματος, γεγονός που είχε θεμελιώδεις επιπτώσεις, καθώς η διαδικασία αυτή αποτέλεσε τροχοπέδη  στην συναίσθηση της πλήρους ιδιότητας του πολίτη. Καλλιεργήθηκε δηλαδή η ιδέα ενός λαού ανεύθυνου για την μοίρα του. Η πεποίθηση της ανυπαρξίας  ευθύνης ναρκοθετεί τη διαδικασία διαμόρφωσης υπεύθυνων και ενεργών πολιτών και αλλοιώνει την αυτογνωσία της εθνκής ομάδας, καθώς αναστέλει την κριτική ικανότητα των πολιτών και δεν τους επιτρεπει να αναλάβουν τις ευθύνες για τις συνέπειες που τους αντιστοιχουν στις επιλογές τους.
Η παρουσίαση όλων των σημαντικών ιστορικών γεγονότων ως συνέπεια των ενεργειών άλλων λαών έχει ως αποτέλεσμα να μην γίνεται αντιληπτό πως σε κάθε εθνική αποτυχία και τραγωδία υπάρχουν κοινωνικές και πολιτικές ευθύνες. Το ίδιο ζούμε σήμερα με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο. Η επικρατούσα κοινωνική  τάση δεν επιτρέπει να γίνει κατανοητό ότι κάθε πολιτική επιλογή σε εθνικό επίπεδο είναι αποτέλεσμα της επικράτησης συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων και πολιτικών κύκλων απέναντι σε άλλους και έτσι κάθε αντιπαράθεση στην επικρατούσα αντίληψη θεωρείται ρήγμα στην εθνική συνοχή και καταδικάζεται σφοδρά. Τα βιβλία επικρίνουν με πολύ πιο σφοδρό τρόπο τις διενέξεις μεταξύ ομοεθνών, ακόμα και αν είναι αναίμακτες, παρά τις ένοπλες συγκρούσεις με άλλα έθνη, οι οποίες έχουν ηρωικό χαρακτήρα.  Αυτός ο τυφλός φανατισμός θολώνει την κρίση του πολίτη, ο οποίος εκβιάζεται να επιλέξει στάση σύμφωνη με όσα επιβάλουν οι πιο ισχυροί μέσα στην ελληνική κοινωνία. Οι απώλειες και οι ήττες θεωρούνται αποτέλεσμα της έλλειψης ομοψυχίας και όχι λανθασμένων χειρισμών.
Είμαστε μπροστά σε ένα ιστορικό κατώφλι και μακάρι να είχαμε μάθει από τα λάθη μας ως τώρα. Αν δεν γίνεται αυτό, τότε μάλλον σχεδόν σίγουρα θα επαναλάβουμε σαν κοινωνία τα ίδια λάθη και θα οδηγηθούμε σε μια αποτυχία ανάλογου είδους και μεγέθους με παλιότερες, ωστόσο μπορεί ξανά να αποδοθεί από το χέρι του ιστορικού και η νέα καταστροφή στην έλλειψη ομοψυχίας και όχι σε λανθασμένους και κοντόφθαλμους χειρισμούς, ούτε στην αδυναμία μας να δούμε στην παρούσα συγκυρία ποιές συμμαχίες θα έπρεπε να συνάψουμε. Δεν μάθαμε ούτε από τα λάθη, ούτε από τις επιτυχίες μας, αφού και στις τελευταίες  όποτε φτάσαμε σε  γεγονότα που μας έκαναν περήφανους σαν έθνος, αυτό οφειλόταν στο ότι παρά τις σκληρές αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό, καταλήγαμε έστω και με περιπετειώδη τρόπο να βρεθούμε με τη σωστή πλευρά. Όπως συνέβη λ.χ.  κατά τον πρώτο, κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και στην ψυχροπολεμική περίοδο. Ας ελπίσουμε πως ο Θεός θα βάλει το χέρι του να γίνει το ίδιο και τώρα. Στην παρούσα φάση είμαστε πιο απομονωμένοι από ποτέ, αλλά ακόμα υπάρχει χρόνος για να βγούμε από αυτή τη θέση.
 Β.Τ.