Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

10 τρόποι για να μάθεις την αλήθεια από έναν ψεύτη

Αν θέλεις να καταλάβεις πότε κάποιος σου λέει ψέμματα, μην περιμένεις να δεις τη μύτη του να μεγαλώνει ή το παντελόνι του να παίρνει φωτιά. 
Όπως είναι γνωστό, η στάση του σώματος, η έκφραση του προσώπου, η οπτική επαφή  και γνωρίσματα όπως ο τόνος και η σταθερότητα της φωνής παίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο στην επικοινωνία μας με τους άλλους. Και τα λαμβάνουμε ιδιαίτερα υπόψη μας, κυρίως ασυνείδητα. 
Αν και κατά την λαϊκή ρήση "ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται",  ωστόσο είναι προτιμότερο συνειδητά  να δίνουμε έμφαση σε δευτερεύοντα στοιχεία και πολύ πιο εύκολα να ξέρουμε ότι κάποιος λέει παραμύθια, πριν την πατήσουμε. 
1.Καταρχήν μπορούμε να παρατηρήσουμε ποιος είναι ο τρόπος ομιλίας κάποιου, όταν μιλάει για πράγματα τα οποία σίγουρα γνωρίζει και γνωρίζουμε και εμείς ή για τα οποία δεν έχει κανένα λόγο να ψεύδεται.  Όταν διαπιστώσουμε ποιος τύπος ομιλητή είναι, τότε μπορούμε να συγκρίνουμε, αν  συνεχίζει να μιλάει μα το ίδιο στυλ, καθώς η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το θέμα που μας ενδιαφέρει.
2. Τα άτομα που περιαυτολογούν και λένε ψέμματα, αποφεύγουν να χρησιμοποιούν το πρώτο πρόσωπο του ενικού στις διηγήσεις τους. 
3.Όποια λεπτομέρεια και να τους ρωτήσεις σχετικά με ότι σου διηγούνται, δύσκολα θα σου πούνε ότι δεν την ξέρουν. Ακόμα και αν δεν θα ήταν απαραίτητο να είχαν παρατηρήσει κάτι σχετικό. 
4. Αντιθέτως, συχνά απαντάνε πως δεν θυμούνται ακριβώς και ίσως και να μην ήταν έτσι, να ήταν κάπως αλλιώς, ίσως κάτι ήταν περισσότερο ή λιγότερο ή πιο πριν αντί για πιο μετά, αλλά αυτό αφορά τις ουσιαστικές πτυχές της αφήγησης τους.
5. Υπάρχουν δυο διαφορετικές  ψυχολογικές τακτικές από τους ψεύτες. Αφενός είναι αυτοί που νιώθουν ότι βρίσκονται σε δύσκολη θέση και είναι ανίσχυροι,  οι οποίοι αποφεύγουν να πούνε πολλά και επαναλαμβάνουν γενικόλογα μια ιστορία με πέντε λέξεις, χωρίς συνοχή και λεπτομέρειες. Αφετέρου είναι εκείνοι  που έχουν επιθετική στάση και ασκούν πίεση, ώστε βεβιασμένα και δίχως να σκεφτούμε αυτό που μας παρουσιάζουν, να το αποδεχτούμε. Αφήνουν έντεχνα να υπάρχει η υπόνοια, πως αν δεν τους πιστέψουμε, θα υπάρξουν δυσάρεστα αποτελέσματα. 
6. Είναι ανήσυχοι ή νευρικοί και κάνουν ταυτόχρονα πράγματα, τα οποία δεν έχουν σχέση με την περίσταση. Πχ. αγγίζουν ένα μικρό αντικείμενο που βρίσκουν κοντά τους και επαναλαμβάνουν την ίδια κίνηση.
7. Πριν ξεκινήσουν μια πρόταση ή την ώρα που λένε κάτι, στρέφουν το βλέμμα τους σε ένα άσχετο σημείο. Αν και δεν είναι απαραίτητο, οι μελέτες δείχνουν πως συνήθως κοιτάμε στο πλάι προς τα κάτω, ενώ προσπαθούμε να θυμηθούμε κάτι και στο πλάι προς τα πάνω, καθώς επινοούμε μια απάντηση. 
8.Τονίζουν πως είναι ειλικρινής και έντιμοι, δίχως να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος για αυτό. Φτάνουν εύκολα στο σημείο να ορκίζονται ή να επικαλούνται τον λόγο της τιμής τους.
9. Έχουν τους λόγους τους να  ψεύδονται Αν κάποιος πει την αλήθεια μπορεί να βρεθεί σε δύσκολη θέση, να εκθέσει τρίτους ή να μιλήσει για πράγματα που δεν θέλει να ξέρουμε. Σε αυτή την περίπτωση, όσο κάποιος επιμένει με ερωτήσεις, τόσο το άτομο αυτό κλείνεται, αλλά παράλληλα γίνεται πιο επιθετικό.
10. Παρακολουθώντας λεπτομερώς ότι μας λένε, μπορούμε, όχι και τόσο δύσκολα, αν ρωτήσουμε ξανά στη συνέχεια της συζήτησης για τις ίδιες λεπτομέρειες ή κάτι παρεμφερές, να διαπιστώσουμε, αν όσα έχουμε ακούσει μέχρι τώρα είναι αλήθεια.

Το μεγαλύτερο ψέμα όλων είναι πως εμείς δεν λέμε ποτέ ψέμματα. Όλοι οι άνθρωποι έχουν πει στην ζωή τους πολλά ή λίγα ψέμματα. Αυτό που διαφοροποιεί τον ειλικρινή από τον μη ειλικρινή άνθρωπο είναι ο λόγος, για τον οποίο κάποιος ψεύδεται.  Είναι διαφορετικό να θες να κρατήσεις τα όρια σου απέναντι σε κάποιον και προκειμένου να μην γίνεις αγενής και απότομος, του κρύβεις την αλήθεια και είναι άλλο πράγμα και τελείως αθέμιτο να θες να πετύχεις τον στόχο σου παραπλανώντας τους άλλους. Υπάρχουν βέβαια και τα άτομα που είναι ανασφαλή και αυτό τους οδηγεί στην μυθοπλασία.

Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Η ελληνική γλώσσα έχει ανάγκη από φροντίδα



Πολλές φορές γίνεται  λόγος από τους Έλληνες για τις ελληνικές λέξεις που χρησιμοποιούνται σε διάφορες γλώσσες του κόσμου και κυρίως φυσικά στις ευρωπαϊκές γλώσσες, ιδιαίτερα δε στην αγγλική. Η Αγγλική γλώσσα έχει 490.000 λέξεις από τις οποίες 41.615 λέξεις είναι από την Ελληνική γλώσσα (Βιβλίο Γκίνες).
Σαφώς και είναι ένας λόγος να νιώθεις περηφάνια ως ομιλητής μιας γλώσσας, η οποία μάλιστα ταυτίζεται με το έθνος σου. Όπως λογικά μεγάλη περηφάνια πρέπει να νιώθει ο Ισπανός, ο Γάλλος ή ο Άγγλος, καθώς  σχεδόν παντού επάνω στη γη, μπορεί να βρει κάποιον που να  ομιλεί τη μητρική του. Αντίστοιχα, έχεις λόγους να αισθάνεται όμορφα ο Ιταλός, που συχνά πυκνά ακούει πόσο εύηχα και ευχάριστα στα αυτιά είναι τα ιταλικά. Ενώ, κατά την άποψη των πολλών, δεν πάνε πίσω ούτε τα γαλλικά, ούτε τα ισπανικά.
Η ελληνική υπήρξε στην αρχαιότητα, η πιο διαδεδομένη γλώσσα της Μεσογείου, κυρίως χάρης στις ελληνικές αποικίες που απλώνονταν στα παράλια της. Κατά αντιστοιχία στα τωρινά δεδομένα, αυτός είναι ένας πολύ σημαντικός λόγος που πολλοί μιλάνε τις γλώσσες που αναφέρθηκαν παραπάνω. Η  Ελληνική φωνή κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν «αυδή». Η λέξη αυτή δεν είναι τυχαία, προέρχεται από το ρήμα «άδω» που σημαίνει τραγουδώ. Είναι γνωστό εξάλλου πως όταν οι Ρωμαίοι πολίτες άκουσαν στην Ρώμη Έλληνες ρήτορες, συνέρρεαν να θαυμάσουν, ακόμη και όσοι δεν γνώριζαν Ελληνικά, τους ανθρώπους που «ελάλουν ώς αηδόνες». Δυστυχώς, κάπου στην πορεία η μουσικότητα αυτή (την οποία οι Ιταλοί κατάφεραν και κράτησαν) χάθηκε. Η Ελληνική γλώσσα επεβλήθη αβίαστα (στους Λατίνους) και χάρη στην μουσικότητα της. Όπως γράφει και ο Ρωμαίος Οράτιος «Η Ελληνική φυλή γεννήθηκε ευνοημένη με μία γλώσσα εύηχη, γεμάτη μουσικότητα».
Η ελληνική γλώσσα έχει επηρεάσει σημαντικά τις άλλες γλώσσες, τόσο στην πολιτική, όσο και στους επιστημονικούς όρους, στις τέχνες, στη φιλοσοφία, στο θέατρο και γενικά σε τομείς στους οποίους είχε προηγηθεί κοινωνικά και, κατά συνέπεια, γλωσσολογικά. Τα πρώτα χριστιανικά κείμενα γράφτηκαν σε αυτήν. Οι Λατίνοι επηρεάστηκαν βαθύτατα από τα ελληνικά που ήταν πλουσιότερη γλώσσα τότε και έτσι πολλά ελληνικά στοιχεία εντάχθηκαν σχεδόν αυτούσια στα λατινικά, από τα οποία, εν συνεχεία εντάχθηκαν και σε άλλες συγγενείς προς τα λατινικά γλώσσες. Με την σειρά τους τα ελληνικά επηρεάστηκαν κι αυτά από την γλώσσα λαών με τους οποίους αλληλεπίδρασαν είτε με πολέμους είτε οικονομικά, είτε κοινωνικά με αποτέλεσμα στην διάρκεια των αιώνων να μπουν στο ελληνικό λεξιλόγιο λατινικές λέξεις, ενετικές, σλαβικές, αλβανικές και τουρκικές. Στα προεπαναστατικά του 1821 χρόνια η ελληνική γλώσσα άρχισε να επηρεάζεται περισσότερο από τις δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες, κάτι που συνεχίστηκε μετά την απελευθέρωση με περισσότερη ένταση, επειδή ο ελληνικός, ως υπόδουλος πληθυσμός με μη ανεπτυγμένη οικονομία, δεν διέθετε πληθώρα όρων που είχαν δημιουργήσει με την πρόοδό τους οι πιο ανεπτυγμένες πλέον δυτικές κοινωνίες. Εντούτοις, χάρη στο ενδιαφέρον των δυτικών για την αρχαία ελληνική και την λατινική γλώσσα, πολλοί επιστήμονές τους δανείστηκαν αρχαιοελληνικές λέξεις για το σχηματισμό νεολογισμών και έτσι η ελληνική επεβίωσε και μέσω πληθώρας ξένων επιστημονικών ή φιλοσοφικών όρων. Η ελληνική στην περίοδο της καθαρεύουσας άρχισε να επανεισάγει τις λέξεις της, καθώς έπαιρνε ξανά πίσω λέξεις που είχε δανείσει πρώτη σε άλλες γλώσσες (αντιδάνειο).
Η Ελληνική γλώσσα έχει λέξεις για έννοιες οι οποίες παραμένουν χωρίς απόδοση στις υπόλοιπες γλώσσες, όπως άμιλλα, θαλπωρή και φιλότιμο. Μόνον η Ελληνική γλώσσα ξεχωρίζει τη ζωή από τον βίο, την αγάπη από τον έρωτα. Μόνον αυτή διαχωρίζει, διατηρώντας το ίδιο ριζικό θέμα, το ατύχημα από το δυστύχημα, το συμφέρον από το ενδιαφέρον.
Το εκπληκτικό είναι ότι η ίδια η Ελληνική γλώσσα μας διδάσκει συνεχώς πως να γράφουμε σωστά. Μέσω της ετυμολογίας, μπορούμε να καταλάβουμε ποιός είναι ο σωστός τρόπος γραφής ακόμα και λέξεων που ποτέ δεν έχουμε δει ή γράψει.
Επιπλέον η ορθογραφία με την σειρά της μας βοηθάει αντίστροφα στην ετυμολογία αλλά και στην ανίχνευση της ιστορική πορείας της κάθε μίας λέξης.
Είναι πραγματικά συγκλονιστικό συναίσθημα να μιλάς και ταυτόχρονα να συνειδητοποιείς τι ακριβώς λες, ενώ μιλάς και εκστομίζεις την κάθε λέξη ταυτόχρονα να σκέφτεσαι την σημασία της. Είναι προφανής η σχέση που έχει η γλώσσα με την σκέψη του ανθρώπου.
Δυστυχώς σήμερα, δώδεκα εκατομμύρια άνθρωποι μόνο, από τον τεράστιο πληθυσμό της γης, ομιλούν ως μητρική τους την ελληνική και σαφώς πιο λίγοι είναι αυτοί που τη γνωρίζουν ως δεύτερη. Εξαιτίας της μετανάστευσης η γλώσσα ομιλείται ακόμα σε χώρες-προορισμούς ελληνόφωνων πληθυσμών μεταξύ των οποίων η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός ανθρώπων που μιλούν ελληνικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα είναι γύρω στα 20 εκατομμύρια.
Μετά την πλήρη επικράτηση της δημοτικής στο εκπαιδευτικό σύστημα και τα ΜΜΕ (δεκαετίες του 1970 και 80) πολλές λέξεις άρχισαν να σβήνουν από την καθομιλουμένη (π.χ. θυγατέρα, τροφός, όνος, παντοπωλείο).  Και δεν ήταν μόνο λέξεις της καθαρεύουσας (νοματαίος, τηράω, χάμω). Αυτή η παρακμή που βιώνουν κάποιες λέξεις, οδηγεί στην συρρίκνωση της ελληνικής, καθώς αντικαθιστώνται από άλλες ξενόφερτες ή σε κάποιες περιπτώσεις μένει η θέση τους κενή. Αυτό όμως έρχεται σε αντίφαση με την φύση της ελληνικής που δεν φτιάχτηκε έχοντας τυχαίες έννοιες για το κάθε τι. Η ελληνική γλώσσα είναι κατά κυριολεξία μια ανεκμετάλλευτη κληρονομιά. Ένα περιουσιακό στοιχείο.  
Ο Έλληνας ενώ μπορεί να έχει ένα εργαλείο που του επιτρέπει πρόσβαση σε μια γλώσσα με ζωή κάποιων χιλιετηρίδων, η οποία έχει επηρεάσει τις μισές γλώσσες του κόσμου και ζει μέσα σε αυτές. Η οποία παρεμπιπτόντως είναι η γλώσσα του, αντιθέτως οδηγείται στο ξερίζωμα, δηλαδή την οριστική αποκοπή του νοήματος από τις λέξεις.
Μπορεί να φανταστεί κάποιος, αν υπήρχε παγκόσμιο ενδιαφέρον για την εκμάθηση της ελληνικής και την αντιμετώπιζαν σήμερα, όπως κάποτε, ως θεϊκή μελωδία, πόσο ευνοϊκό θα ήταν αυτό για τον τουρισμό, τη μουσική, τη λογοτεχνία, το θέατρο, τον κινηματογράφο μας,  τους Έλληνες επιστήμονες κλπ. ή απλούστατα την ψυχολογία μας σαν λαός; Ίσως, θα μπορούσε να δώσει ένα νέο όραμα, που τόσο μας λείπει.
Πέρα από αυτά τα όνειρα, το βασικό μας πρόβλημα είναι πως βγάζουμε όλο και πιο ανορθόγραφες, ασύντακτες και τελικώς ανόητες (μέσω της σταδιακής απώλειας του νοήματος των λέξεων) γενιές.
Χρειάζεται επειγόντως μια πνευματική ελίτ, η οποία θα ασχοληθεί με τις λέξεις που χάνονται και θα αποκαταστήσει τη σχέση της σύγχρονης ελληνικής με τις ντοπιολαλιές και την καθαρεύουσα, την οποία χρησιμοποίησαν τόσοι αξιόλογοι Έλληνες λόγιοι και συγγραφείς, έχοντας ως σκοπό τους να αποκαταστήσουν τους δεσμούς με την αρχαία ελληνική. Η ελληνική γλώσσα είναι ένας κήπος εγκαταλειμμένος και κάποιος πρέπει να τον φροντίσει για να αναδειχθεί και πάλι ο πλούτος του. Θέλει πολύ ξεχορτάριασμα, κλάδεμα, σκάψιμο, σπορά και πότισμα…