Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Το στρεβλό μοντέλο του ελληνικού κράτους

Αναρωτιέμαι πολλές φορές μέχρι και σήμερα, που όλοι πλέον βρίζουν τις δυο μεγάλες πολιτκές παρατάξεις, πως γίνεται να τους λοιδωρούν επειδή είναι δούλοι ξένων συμφερόντων και μας έφεραν τη τρόικα και όχι κυρίως επειδή μας κατέστρεψαν εδώ και τρεις δεκαετίες και ακόμα και τώρα που πιάσαμε πάτο, συνεχίζουν να προστατεύουν συγκεκριμένα συμφέροντα; Από την άλλη, όταν ακους αρκετό κόσμο να νομίζει πως τα μέτρα περικοπής του ελλείματος είναι οι τόκοι των δανείων μας, καταλαβαίνεις πως τα μεσάνυχτα μας συνεχίζουν να είναι κατάμαυρα. Βέβαια είναι πολύ βολικό να ονομάζεται μνημόνιο οτιδήποτε δυσάρεστο αποφασίζεται και εξίσου βολικό είναι το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα να αποκαλείται δικομματισμός. Διότι έτσι μπορούν κάποιοι να μεταπηδήσουν σε άλλες παρατάξεις αναζητώντας από εκεί τις ευκαιρίες να τραγανίζουν το ελληνικό κράτος, διατηρώντας κατ ουσία το σάπιο κατεστημένο, καθώς καταγγέλουν μόνο το ένδυμα του. Με αυτη την ωραία διαδικασία, συρρικνώνεται μεν το όνομα ΠΑΣΟΚ, αλλά όχι η νοοτροπία του, αποδυναμώνεται η κακή Δεξιά αλλά εμφανίζονται στο προσκήνιο κόμματα με αμφίβολη ποιότητα και χυδαίο πολιτικό λόγο, τα οποία στελεχώνονται περίπου από τους ίδιους ή και χειρότερους. 
Αν και τουλάχιστον οι μισοί Έλληνες πολίτες κατανοούν, ότι το μοντέλο της οικονομικής και κοινωνικής μας πορείας τα τελευταία τριάντα χρόνια ήταν στρεβλό, δεν κάνουν τον κόπο να ψάξουν για τις λεπτομέρειες. Αυτό θα ήταν η καλύτερη αρχή σε μια προσπάθεια ανάκαμψης που θα ξεκινούσε από τον καθένα μας. Όπως απαιτείται σε μια υγιή κοινωνία. 
Η παρατεταμένη οικονομική και πνευματική εσωστρέφεια, αυτή η συγκέντρωση πλούτου και εξουσίας σε ορισμένους κύκλους συμφερόντων, μέσα και γύρω από το δημόσιο ήταν που οδήγησε σε μια παταγώδη κατάρρευση του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Πολλά από τα τρανταχτά ονόματα δημιουργήθηκαν χάρης σε μια τέτοια συναλλαγή. Δεν προήλθαν από εναν υγιή ανταγωνσμό (είτε στην αγορά, είτε στον εργασιακό χώρο) αλλά ανελίχθηκαν χάρης σε προνομιακές σχέσεις. 
Δύο ισχυροί πυλώνες της ελληνικής οικονομίας ήταν πάντα οι τράπεζες και οι μεγαλοεργαλάβοι. Τα μεγάλα πακέτα που δόθηκαν για την ανάπτυξη της χώρας μας, μοιράστηκαν σε  δημόσια έργα με αμφίβολες διαδικασίες (π.χ. Αθήνα 2004). Τα χαρακτηριστικά των μεγάλων έργων στην Ελλάδα ήταν οι χρονοβόροι διαγωνισμοί ανάθεσης, οι ενστάσεις, ακυρώσεις και επαναλήψεις τους, η κατάτμηση σε πολλούς ανάδοχους, οι μεγάλες καθυστερήσεις στα χρονοδιαγράμματα και το αυξημένο κόστος απαλλοτριώσεων. Μια εύλογη απορία που πάντα απασχολούσε τη σκέψη πολλών απλών ανθρώπων, χωρίς μεγάλες γνώσεις από οικονομικά μεγέθη, είναι το πως αυτά τα έργα θα έφερναν από μόνα τους την ανάπτυξη; Πως θα πρόσφεραν σε μακροχρόνιο ορίζοντα εργασία και οικονομική άνθηση; Πως θα δημιουργούσαν κλάδους παραγωγής που θα μπορούσαν να σταθούν στον διεθνή ανταγωνισμό και θα πρόσθεταν πλούτο στο σύνολο των τοπικών κοινωνιών; Εκτός από κάποιους παράγοντες της τοπικής ή της κεντρικής διοίκησης και τους αναδόχους αυτών, ποιός άλλος βγήκε κερδισμένος ουσιαστικά;  Σαφώς σε κάποιες περιπτώσεις βελτιώθηκε η εσωτερική συγκοινωνία και αυτό επέτρεψε να αναπτύξουν καλύτερες σχέσεις κάποιες περιοχές της χώρας (εμπορικές, τουριστικές κλπ), αλλά συνολικά στον κρατικό τομέα, τι έφερε;
Απο εκεί και πέρα, ο κλάδος της οικοδομής που επηρρεάζει έμμεσα ή άμεσα αρκετούς άλλους, έδωσε ψωμί σε πολλούς και αυξημένα κέρδη σε μια ανερχόμενη μεσοαστική τάξη, με τις ευλογίες των τραπεζών, των οποίων τα δάνεια έπρεπε να βρούν πρόσφορο έδαφος  μέσω της αύξησης των τιμών. Αυτός ο ανεξέλεγκτος και πολύ συχνά κακόγουστος οικιστικός οργασμός, στον οποίο επένδυσαν πολλά οι ελληνικές τράπεζες, οδήγησε σε συνδυασμό με φορολογικά τεχνάσματα, τις τιμές των ακινήτων στα ύψη, προκαλώντας πλέον την αδυναμία ανταπόδοσης στο αγοραστικό κοινό της χώρας, το οποίο πάντα έδειχνε καλή ανταπόκριση. Ως προς αυτό το στοιχείο και μόνο η ελληνική κρίση έχει κοινά στοιχεία με αυτή της Ισπανίας.
Το πρόβλημα στην Ελλάδα όμως είναι πολύ βαθύτερο και αναμφίβολα θεσμικό. Τα ολιγοπώλια κυριαρχήσαν σε πολλούς τομείς, συχνά με αθέμιτους τρόπους, μη επιτρέποντας να αναδειχθεί η επιχειρηματικότητα ενός μεγάλου ποσοστού, που φυσιολογικά στράφηκε προς το δημόσιο για να επιτύχει την αποκατάσταση του. Προσωπικό με υψηλό επίπεδο γνώσεων περιορίστηκε σε ρόλους με χαμηλές απαιτήσεις και ελάχιστη παραγωγικότητα.
Από την άλλη η ποιότητα της Παιδείας διαρκώς φθίνει. Η τελευταία, όπως και η υγιεία είναι τομείς που απαιτούν ιδιαίτερα καλή οργάνωση, αλλά σε μια χώρα με χαμηλά επίπεδα ανταγωνστικότητας, δεν χρειάζεται να ασχοληθεί μαζί τους τόσο πολύ η διοίκηση.
Το ότι, ο σίγουρος τρόπος για να κερδίσει μια εταιρεία ήταν η συνεργασία με το κράτος, οδήγησε πολλούς στο να προτιμούν τα πλάγια μέσα, αντί για τη βελτίωση της ποιότητας. Αυτό το μοντέλο έδωσε την ευκαιρία και σε πολλούς κρατικούς λειτουργούς να πλουτίσουν. Η αδιαφάνεια και η αστάθεια του φορολογικού συστήματος, η πολυπλοκότητα και βραδύτητα του δικαστικού πλαισίου μάλλον δεν είναι τυχαία γεγονότα. Οι μηχανισμοί αυτοί απέτρεψαν και ξένους επενδυτές από το να ασχοληθούν με την χώρα μας, τη στιγμή που δίπλα μας υπάρχουν πολύ φθηνά εργατικά χέρια. Άλλους πάλι τους έδιωξαν αργότερα και άλλους τους οδήγησαν στο να ακολουθήσουν τις "ενδεδειγμένες" από το στρεβλό τοπίο πρακτικές.
Ο ίδιος συγκεντρωτισμός στην τοπική αυτοδιοίκηση διαρκώς απέκοπτε τον πολίτη από τα όργανα που τον εκπροσωπούν και προσέφερε πεδίο δράσης λαμπρό στον κάθε τυχοδιώκτη. 
Τα ιδιωτικά ΜΜΕ από τα τέλη της δεκαετίας του 80 ήρθαν και έδεσαν σε αυτό το μπλεγμένο σκηνικό. Κατασκευαστικοί όμιλοι που επεκτάθηκαν στον κλάδο, μεγάλα δάνεια που δεν εξυπηρετήθηκαν, αγγελιόσημα και περίεργο καθεστώς αδειών ευνόησαν τη μεροληψία και τον διφορούμενο ρόλο τους.
Ταυτόχρονα η γνωστή αριστερή ελιτ του ελληνικού Πανεπιστημίου αρνήθηκε πεισματικά να δει ποιές είναι οι ανάγκες της κοινωνίας και δεν έδειξε το κατάλληλο σθένος στην αποδοκιμασία της διαφθοράς. Αντιθετα, βολεύτηκε στο πελατειακό πλαίσιο που της δημιουργήσαν (ίσως και από φόβο) και ακολούθησε κι αυτή συχνά τη τακτική της οικογενειοκρατίας.
Μας προέκυψε λοιπόν μια κοινωνία που φοβάται κάθε τι καινούργιο, που έχει στρεβλή και καιροσκοπική εικόνα για την επιχειρηματικότητα, που δεν θεωρεί το κράτος θεσμικό της εκπρόσωπο αλλά μηχανισμό εξυπηρέτησης ή εχθρό, μια κοινωνία που ξέρει να διεκδικεί  σε επίπεδο πεζοδρομίου μόνο τη διατήρηση συμφερόντων, ανεπιτυχώς πλέον. Η μεροληψία των ΜΜΕ και η νοοτροπία γηπέδου των κομματικών οπαδών επέτρεψε τους άρχοντες να οχυρωθούν καλά πίσω από Νόμους και να περάσουν την υποκουλτούρα τους στη κοινωνική ζωή ως πολιτικές απόψεις. Τα αποτελέσματα ας τα γευτούμε τώρα. Κάτω η τρόικα και το μνημόνιο. Επάνω όμως τι;
Β.Τ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου