Κυριακή 10 Μαΐου 2015

Η δουλεία στην αρχαία Ελλάδα

Στην αρχαία Ελλάδα απαντώνταν διάφορες μορφές δουλείας. Για την ακρίβεια ανάμεσα στον ελεύθερο πολίτη και το δούλο υπήρχαν διάφορες κατηγορίες πολιτών: οι δουλοπάροικοι, πολίτες που είχαν απολέσει τα πολιτικά τους δικαιώματα, απελεύθεροι, νόθα τέκνα και μέτοικοι. Το κοινό τους στοιχείο ήταν πως δεν κατείχαν πολιτικά δικαιώματα.
Ο Αμερικανός μελετητής Μωυσής Φίνλεϋ πρότεινε τα παρακάτω κριτήρια ώστε να καθορίζεται ο βαθμός ανελευθερίας του ατόμου:
  • δικαίωμα στην προσωπική περιουσία
  • εξουσία πάνω στην εργασία κάποιου άλλου
  • εξουσία πάνω στην τιμωρία κάποιου άλλου
  • νομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις (προστασία απέναντι στην αυθαίρετη σύλληψη και τιμωρία ή το δικαίωμα να καταφεύγει κανείς στα δικαστήρια)
  • οικογενειακά δικαιώματα και προνόμια (γάμος, κληρονομία κ.ά.)
  • δυνατότητα αλλαγής κοινωνικής θέσης (απελευθέρωση, πρόσβαση σε πολιτικά δικαιώματα)
  • θρησκευτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις
  • στρατιωτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις (στρατιωτική θητεία ως υπηρέτης, οπλίτης με ελαφρύ ή βαρύ οπλισμό ή ναύτης).
Η δουλεία είχε ήδη γεννηθεί κατά τη μυκηναϊκή εποχή. Σε πλακίδια που έχουν βρεθεί στην Πύλο διαβάζουμε χωρίς αμφιβολία για 140 « do-e-ro ». Οι δούλοι χωρίζονταν σύμφωνα με το νόμο σε δύο κατηγορίες: στους «κοινούς δούλους» και στους «δούλους του θεού», με το θεό να ταυτίζεται κατά πάσα πιθανότητα με τον Ποσειδώνα. Οι δούλοι του θεού πάντα αναφέρονται ονομαστικά και κατέχουν τη δική τους γη. Η κοινωνική τους θέση είναι παρόμοια με εκείνη των ελεύθερων ανθρώπων. Η φύση της σχέσης τους με τη θεότητα παραμένει άγνωστη. Τα ονόματα των κοινών δούλων καταδεικνύουν πως ορισμένοι προήλθαν από τα Κύθηρα, τη Χίο, τη Λήμνο ή την Αλικαρνασσό, και πιθανώς αιχμαλωτίστηκαν από πειρατές. Τα πλακίδια μαρτυρούν πως ενώσεις ανάμεσα σε δούλους και ελεύθερους ανθρώπους δεν ήταν ασυνήθιστες, ενώ οι δούλοι μπορούσαν να γίνουν ανεξάρτητοι τεχνίτες και να κατέχουν μερίδιο γης. Φαίνεται πως στο μυκηναϊκό κόσμο ο κύριος κοινωνικός διαχωρισμός δεν ήταν ανάμεσα στους ελεύθερους και τους δούλους, αλλά ανάμεσα σε εκείνους που διατηρούσαν σχέσεις με το Παλάτι και σε εκείνους που δεν είχαν το προνόμιο αυτό.
Δεν υπάρχει αυστηρή ιστορική συνέχεια ανάμεσα στη μυκηναϊκή περίοδο και στον ομηρικό κόσμο, όπου οι κοινωνικές δομές αντικατοπτρίζουν εκείνες των ελληνικών σκοτεινών χρόνων. Η ορολογία είναι πλέον διαφορετική: ο δούλος δεν είναι πλέον « do-e-ro » αλλά « δμώς ». Στην Ιλιάδα οι δούλοι ανήκουν κυρίως στο γυναικείο φύλο και αποτελούν λάφυρα πολέμου, ενώ οι άνδρες είτε ανταλλάσονταν με λύτρα είτε έβρισκαν το θάνατο στο πεδίο της μάχης. Στην Οδύσσεια οι δούλοι επίσης είναι στην πλειοψηφία τους γυναίκες. Αυτές είναι κυρίως υπηρέτριες και σε ορισμένες περιπτώσεις παλλακίδες. Γίνεται αναφορά και σε άνδρες δούλους, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Εύμαιο. Ο τελευταίος είναι αξιοσημείωτος επειδή κατείχε εξέχουσα θέση στον πυρήνα του Οίκου. Ο Λαέρτης πίνει και τρώει με τους υπηρέτες του, ενώ το χειμώνα κοιμάται στη συντροφιά τους. Ο όρος « δμώς » δεν έχει υποτιμητική έννοια και ο Εύμαιος, ο « θείος » χοιροβοσκός, λαμβάνει το ίδιο κοσμητικό επίθετο με τους μεγάλους ήρωες. Παρόλα αυτά, η κατάσταση δουλείας παραμένει ατιμωτική. Ο ίδιος ο Εύμαιος αναφέρει: «Γιατί τον γδύνει από τη μισή ο βροντολάλος Δίας αξία του τον άνθρωπο, δουλειά που τον πλακώσει».
Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί αν η εμπορία δούλων ξεκίνησε κατά την αρχαϊκή περίοδο. Στο έργο του « Ἔργα καὶ Ἡμέραι » (8ος αιώνας π.Χ.) ο Ησίοδος δηλώνει πως κατέχει πολυάριθμους δούλους, αν και η κοινωνική τους θέση παραμένει άγνωστη. Η παρουσία δούλων επιβεβαιώνεται από λυρικούς ποιητές όπως ο Αρχίλοχος και ο Θέογνης από τα Μέγαρα. Σύμφωνα με επιγραφικές μαρτυρίες, η νομοθεσία του Δράκοντα (περ. 620 π.Χ.) κάνει αναφορά στους δούλους. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Σόλων (περ. 594-593 π.Χ.) απαγόρευσε στους δούλους να επιδίδονται στη γυμναστική και στην παιδεραστία. Μέχρι το τέλος της περιόδου αυτής, οι αναφορές πυκνώνουν. Η δουλεία γίνεται διαδεδομένη την ίδια στιγμή που ο Σόλων θέτει τις βάσεις της αθηναϊκής δημοκρατίας. Ο μελετητής Μωϋσής Φίνλεϋ τονίζει πως ομοίως η Χίος, η πρώτη πόλη που σύμφωνα με το Θεόπομπο ασχολήθηκε οργανωμένα με το δουλεμπόριο, διατηρούσε πρώιμους δημοκρατικούς θεσμούς (6ος αιώνας π.Χ.) Καταλήγει πως «ένα στοιχείο της ελληνικής ιστορίας, εν συντομία, είναι η χέρι με χέρι διάδοση της ελευθερίας και της δουλείας».

Οι δούλοι μπορούσαν να καταπιαστούν με όλες τις καθημερινές δραστηριότητες με εξαίρεση την πολιτική, καθώς για τους Έλληνες η άσκηση πολιτικών δικαιωμάτων άρμοζε μόνο στους ελεύθερους πολίτες.
Η κύρια χρήση των δούλων ήταν στις αγροτικές δραστηριότητες, τη βάση της ελληνικής οικονομίας. Κάποιοι μικροϊδιοκτήτες γης ίσως είχαν στην ιδιοκτησία τους ένα δούλο, ίσως και δύο. Μια πλούσια βιβλιογραφία αγροτικών εγχειριδίων (όπως ο «Οικονομικός» του Ξενοφόντα ή το αντίστοιχο έργο του Ψευδο-Αριστοτέλη) επιβεβαιώνει την παρουσία δεκάδων δούλων σε μεγαλύτερα κτήματα, που μπορούσαν να είναι είτε απλοί εργάτες είτε εργοδηγοί. Το πόσο διαδεδομένη ήταν η χρήση δούλων στις αγροτικές εργασίες δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια από τους σύγχρονους μελετητές. Σίγουρο θεωρείται πως η πρακτική ήταν πολύ κοινή στην Αθήνα και πως η Αρχαία Ελλάδα δεν γνώρισε τους τεράστιους πληθυσμούς δούλων που εργάστηκαν στα ρωμαϊκά λατιφούντια.
Στα μεταλλεία και τα λατομεία η χρήση δούλων ήταν η επικρατούσα πρακτική, με μεγάλο πλήθος σκλάβων να ενοικιάζεται για το σκοπό αυτό από πλούσιους πολίτες. Ο στρατηγός Νικίας νοίκιασε χίλιους σκλάβους για να εργαστούν στα ορυχεία αργύρου του Λαυρίου Αττικής, ο Ιππόνικος εξακόσιους και ο Φιλομήδης τριακόσιους. Ο Ξενοφών αναφέρει πως κοστολογούνταν έναν οβολό ανά δούλο την ημέρα, φτάνοντας τις 60 δραχμές το χρόνο. Αυτή ήταν μια από τις σημαντικότερες επενδύσεις των Αθηναίων. Το πλήθος δούλων που εργάζονταν στα ορυχεία του Λαυρίου και στους μύλους που επεξεργάζονταν τα μεταλλεύματα υπολογίζεται στους 30.000. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα η πόλη αγόραζε μεγάλο αριθμό δούλων, μέχρι τρεις κρατικούς δούλους ανά πολίτη, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η συντήρηση όλων των πολιτών.
Οι δούλοι επίσης χρησιμοποιούνταν ως τεχνίτες και έμποροι.  Ο πληθυσμός των σκλάβων ήταν μεγαλύτερος στα εργαστήρια: η βιοτεχνία ασπίδων του Λυσία απασχολούσε 120 δούλους, ενώ ο πατέρας του Δημοσθένη είχε στην ιδιοκτησία του 32 κατασκευαστές μαχαιριών και 20 τεχνίτες κρεβατιών.
Οι δούλοι επίσης εργάζονταν κατ’ οίκον. Κύριο καθήκον ενός τέτοιου δούλου ήταν να εκπροσωπεί τον αφέντη του στον επαγγελματικό του χώρο και να τον συνοδεύει στα ταξίδια. Σε περίοδο πολέμου ήταν προσωπικός υπηρέτης του οπλίτη. Οι γυναίκες δούλοι αναλάμβαναν τις οικιακές δουλειές, όπως το ψήσιμο του ψωμιού και την υφαντουργία.
Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί ο ακριβής αριθμός σκλάβων στην αρχαία Ελλάδα, με δεδομένη την απουσία μιας ακριβούς απογραφής και τους πολυάριθμους ορισμούς της δουλείας κατά την εποχή εκείνη. Πιστεύεται πως η Αθήνα διέθετε το μεγαλύτερο πληθυσμό δούλων, που πρέπει να άγγιζε τους 80.000 κατά τον 6ο και 5ο αιώνα π.Χ., τρεις με τέσσερις δούλους κατά μέσο όρο ανά σπιτικό. Τον 5ο αιώνα π.Χ., ο Θουκυδίδης κάνει αναφορά στη λιποταξία 20.000 δούλων κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Δεκέλεια, στην πλειονότητά τους έμποροι. Η χαμηλότερη εκτίμηση, αυτή των 20.000 δούλων κατά την εποχή του Δημοσθένη, αντιστοιχεί σε έναν δούλο ανά οικογένεια. Ανάμεσα στα έτη 317 και 307 π.Χ. ο τύραννος Δημήτριος ο Φαληρεύς διέταξε  απογραφή στην Αττική, η οποία απέφερε τα εξής νούμερα: 21.000 πολίτες, 10.000 μέτοικοι και 400.000 δούλοι. Ο ρήτορας Υπερείδης, στο λόγο του «Κατά Αριστογείτονος», αναφέρει πως η προσπάθεια στρατολόγησης 150.000 ανδρών δούλων σε αξιόμαχη ηλικία οδήγησε στην ήττα των Ελλήνων στη Μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.).
  Tο να μην έχει κανείς ούτε έναν δούλο, ήταν σημάδι μεγάλης φτώχειας. Στο διάσημο λόγο του Λυσία «Υπέρ Αδυνάτου», ένας ανάπηρος που ικετεύει για επίδομα εξηγεί: «το εισόδημά μου είναι πολύ χαμηλό και πλέον είμαι αναγκασμένος να κάνω αυτά τα πράγματα μοναχός μου και δεν έχω καν τα μέσα να αγοράσω ένα σκλάβο να τα κάνει για μένα». Παρόλα αυτά, οι τεράστιοι πληθυσμοί σκλάβων που συναντούμε στην Αρχαία Ρώμη ήταν άγνωστοι στον ελληνικό χώρο. Ο Θουκυδίδης εκτιμά πως η Χίος αναλογικά φιλοξενούσε τους περισσότερους σκλάβους. Όταν ο Αθήναιος  παραθέτει την υπόθεση του Μνάσονα, φίλου του Αριστοτέλη και ιδιοκτήτη χιλίων δούλων, φαίνεται να υπερβάλλει. Ο Πλάτων, που είχε στην ιδιοκτησία του πέντε σκλάβους την εποχή του θανάτου του, παραθέτει πως οι πλούσιοι διέθεταν περίπου 50 δούλους.

Η ύπαρξη Ελλήνων δούλων ήταν συνεχής αιτία αντιγνωμιών ανάμεσα στους ελεύθερους Έλληνες. Η υποδούλωση πόλεων ήταν αμφιλεγόμενη πρακτική. Ορισμένοι στρατηγοί αρνήθηκαν να πράξουν κάτι ανάλογο, όπως οι Σπαρτιάτες Αγησίλαος Β'  και Καλλικρατίδας. Ορισμένες πόλεις πέρασαν διατάγματα έτσι ώστε να καταργήσουν την πρακτική αυτή: στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. η Μίλητος ήρθε σε συμφωνία με την Κνωσσό, έτσι ώστε καμία από τις δύο πόλεις να μην υποδουλώσει ελεύθερο πολίτη της άλλης. Αντιστρόφως, η απελευθέρωση με λύτρα μιας πόλης που κινδύνευε με ανάλογη τύχη έφερνε μεγάλη δόξα. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν ο Κάσσανδρος, ο οποίος το 316 π.Χ. αποκατέστησε τη Θήβα, ενώ ο Φίλιππος Β' της Μακεδονίας υπέταξε και κατόπιν απελευθέρωσε τα Στάγειρα.

Η πειρατεία αποτέλεσε σημαντική και σταθερή πηγή δούλων, αν και η συμβολή της διέφερε από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή. Οι πειρατές και οι ληστές ζητούσαν λύτρα εφόσον έκριναν πως χάρις στην κοινωνική θέση του θύματός τους είχαν να αποκομίσουν κάποιο κέρδος. Όταν δεν καταβάλλονταν λύτρα οι αιχμάλωτοι πωλούνταν σε δουλεμπόρους μεσάζοντες. Σε ορισμένες περιοχές, η πειρατεία ήταν κάτι σαν «τοπικό έθιμο», ή όπως το περιγράφει ο Θουκυδίδης, αποτελούσε τον «παλαιομοδίτικο τρόπο ζωής». Κάτι τέτοιο συνέβαινε στην Ακαρνανία, την Κρήτη και την Αιτωλία. Άλλοι λαοί με ανάλογες δραστηριότητες ήταν οι Ιλλυριοί, οι Φοίνικες και οι Ετρούσκοι. Κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, οι Κίλικες και οι βουνίσιες φυλές της Ανατολίας προστέθηκαν στη λίστα. Ο Στράβων προβάλλει ως κύριο λόγο άνθησης της δραστηριότητας αυτής ανάμεσα στους Κίλικες τα μεγάλα κέρδη που απέφερε. Όχι πολύ μακρυά, στη Δήλο, «διακινούνταν μυριάδες δούλοι την ημέρα». Η εξάπλωση της επιρροής του ρωμαϊκού κράτους, ενός μεγάλου καταναλωτή δούλων, οδήγησε στην εξάπλωση της πειρατείας και στην ανάπτυξη της σχετικής αγοράς. Κατά τη διάρκεια του 1ου αιώνα π.Χ., ωστόσο, οι Ρωμαίοι πολέμησαν με μένος την πειρατεία προκειμένου να προστατέψουν τους εμπορικούς δρόμους της Μεσογείου.
Έχουν βρεθεί ίχνη δουλεμπορίου με τις γειτονικές των Ελλήνων βαρβαρικές φυλές. Η αποσπασματική λίστα των σκλάβων που κατασχέθηκαν από την προσωπική περιουσία των ατόμων που διαμέλισαν τις διαβόητες Ερμές αναφέρει 32 δούλους των οποίων οι εθνικότητες έχουν επιβεβαιωθεί: 13 ήταν θρακικής καταγωγής, 7 από την Καρία και οι υπόλοιποι προέρχονταν από την Καππαδοκία, την Καρία, τη Σκυθία, τη Φρυγία, τη Λυδία, τη Συρία, την Ιλλυρία, τη Μακεδονία και την Πελοπόννησο. Ο μηχανισμός παρουσίαζε ομοιότητες με το μετέπειτα δουλεμπόριο στην αφρικανική ήπειρο: ντόπιοι επαγγελματίες πουλούσαν ομοεθνείς τους σε Έλληνες δουλεμπόρους. Τα κυριότερα κέντρα δουλεμπορίου φαίνεται πως υπήρξαν η Έφεσος, το Βυζάντιο, ακόμη και η μακρινή Τάναϊς στον ποταμό Ντον. Ορισμένοι από τους «βάρβαρους» σκλάβους είχαν πέσει θύματα τοπικής πειρατείας, ωστόσο άλλοι είχαν απλά πουληθεί από την οικογένειά τους.
 Oρισμένες εθνικότητες δούλων εμφανίζονται στις πηγές κατ’ επανάληψη, όπως το σώμα από Σκύθες τοξότες που οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν για αστυνόμευση – αρχικά τριακόσια άτομα, αργότερα περίπου χίλιοι. Tα ονόματα που αποδίδονται στους δούλους στην αρχαία κωμωδία είναι διαποτισμένα με την εθνικότητα των ατόμων αυτών. Έτσι προκύπτει για παράδειγμα η λέξη «Θράττα», που χρησιμοποιεί ο Αριστοφάνης και που σημαίνει «γυναίκα από τη Θράκη». H εθνικότητα ενός δούλου ήταν κριτήριο μεγάλης σημασίας για τους μεγάλους αγοραστές: η αρχαία συμβουλή ήταν να μην μαζεύονται πολλοί δούλοι κοινής εθνικότητας στο ίδιο μέρος για να αποφευχθούν τυχόν στάσεις. Είναι επίσης πιθανό ότι, όπως συνέβαινε και στη ρωμαϊκή εποχή, ορισμένες εθνικότητες θεωρούνταν «παραγωγικότερες» σε σχέση με άλλες.
Η τιμή των δούλων διέφερε ανάλογα με τις ικανότητές τους. Ο Ξενοφών υπολόγιζε την τιμή ενός δούλου – μεταλλωρύχου στο Λαύριο στις 180 δραχμές, τη στιγμή που ένας εργάτης σε μεγάλα έργα αμειβόταν με μόλις μία δραχμή την ημέρα. Οι κατασκευαστές μαχαιριών του πατέρα του Δημοσθένη άξιζαν 500 με 600 δραχμές ο καθένας. Mεγάλο παζάρι σκλάβων οργανωνόταν κατά τη διάρκεια των εορτών του Απόλλωνα στο Άκτιο. Η Ακαρνανιακή Συμπολιτεία, που αναλάμβανε τη διαχείριση των οικονομικών θεμάτων, λάμβανε τα μισά από τα έσοδα των φόρων, και τα άλλα μισά δόθηκαν στην πόλη του Ανακτοριού της οποίας το Άκτιο αποτελούσε κομμάτι. Επίσης, οι αγοραστές απολάμβαναν και κάποιο είδος εγγύησης για την αγορά των δούλων: η συναλλαγή μπορούσε να θεωρηθεί άκυρη αν αποδεικνυόταν ότι ο δούλος είχε κάποια αναπηρία για την οποία δεν είχε ενημερωθεί ο αγοραστής του.
Είναι δύσκολο γενικά να εκτιμηθούν οι συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων δούλων. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η καθημερινότητα τους μπορεί να συνοψιστεί σε τρεις λέξεις: «δουλειά, πειθαρχία και τροφή». Η συμβουλή του Ξενοφώντα είναι να χειρίζεται κανείς τους δούλους του σαν οικόσιτα ζώα, δηλαδή να τιμωρεί τις αταξίες τους και να επιβραβεύει την καλή τους συμπεριφορά.Από την πλευρά του ο Αριστοτέλης θεωρεί πως το σωστό είναι να χειρίζεται κανείς τους δούλους του όπως ακριβώς και τα παιδιά. Να μη δίνει μοναχά εντολές, αλλά και συστάσεις, καθώς ο δούλος είναι ικανός να καταλάβει τις αιτίες των πραγμάτων όταν δίνονται εξηγήσεις.
Η ελληνική γραμματεία είναι γεμάτη από σκηνές δούλων που τιμωρήθηκαν με μαστίγωμα. Ήταν ένας τρόπος για να εξαναγκαστούν να δουλέψουν, όπως και ο αυστηρός έλεγχος της τροφής, της ένδυσης και των ωρών ανάπαυσης. Τον βαθμό αυτού του εξαναγκασμού καθόριζε ο αφέντης ή ο επόπτης, ο οποίος ίσως ήταν και ο ίδιος δούλος.
Οι σκλάβοι στην Αθήνα αποτελούσαν περιουσία του αφέντη τους (ή του κράτους), που μπορούσε να τους μεταχειριστεί όπως έκρινε σωστό. Μπορούσε να τους δώσει, πουλήσει, νοικιάσει ή κληροδοτήσει. Ένας δούλος μπορούσε να παντρευτεί και να αποκτήσει παιδιά, αλλά μια τέτοια οικογένεια δεν ήταν αναγνωρισμένη από την πολιτεία, και ο κύριός τους μπορούσε να σκορπίσει τα μέλη της αν ήθελε. Οι δούλοι είχαν ελάχιστα δικαιώματα στις δίκες και πάντα αντιπροσωπεύονταν από τον κύριό τους σε τέτοιες περιστάσεις. Κάποιο παράπτωμα που θα τιμωρούταν με πρόστιμο για έναν ελεύθερο πολίτη, για κάποιο δούλο θα σήμαινε μαστίγωμα. Η αναλογία φαίνεται πως ήταν ένα χτύπημα ανά δραχμή. Με μικροεξαιρέσεις η κατάθεση ενός δούλου δεν είχε νομική ισχύ εκτός κι αν ήταν απόρροια βασανιστηρίων. Οι δούλοι βασανίζονταν σε διάφορες περιστάσεις κατά τη διάρκεια κάποιας δίκης γιατί παρέμεναν πιστοί στον κύριό τους. Διάσημο παράδειγμα πιστού δούλου ήταν ο Πέρσης ακόλουθος του Θεμιστοκλή, ο Σίκιννος (το άκρως αντίθετο του διαβόητου Εφιάλτη), ο οποίος, παρά την περσική καταγωγή του, πρόδωσε τον Ξέρξη και βοήθησε τους Αθηναίους στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας. Παρά τα βασανιστήρια που προαναφέρθηκαν, ο δούλος στην Αθήνα διέθετε κάποιο είδος έμμεσης προστασίας: αν κάποιος τον κακομεταχειριζόταν, ο κύριός του μπορούσε να ξεκινήσει δίκη για βλάβη. Αντιστρόφως, εκείνος ο πολίτης που έδειχνε μεγάλη σκληρότητα απέναντι στο δούλο του μπορούσε να εναχθεί σε δίκη από οποιοδήποτε πολίτη, όχι τόσο από καλοσύνη απέναντι στο δούλο, όσο για να αποφευχθεί η υπερβολή στη βία (ύβρις).
Oι δούλοι άνηκαν στο σπιτικό του κυρίου τους. Ένας σκλάβος που μόλις κατεύθανε στο σπίτι γινόταν δεκτός με ξηρούς καρπούς και φρούτα, όπως η νεόνυμφη γυναίκα. Οι δούλοι λάμβαναν μέρος στις περισσότερες πολιτικές και οικογενειακές τελετές. Λάμβαναν μάλιστα πρόσκληση συμμετοχής στο δείπνο για τις Χοές, κατά τη δεύτερη μέρα των Ανθεστηρίων,ενώ επιτρεπόταν να λάβουν πρόσκληση στα Ελευσίνια Μυστήρια. Κάποιος δούλος μπορούσε να ζητήσει άσυλο σε ναό ή βωμό, όπως ακριβώς και ο ελεύθερος πολίτης. Επίσης μοιραζόταν τους θεούς του αφέντη του, αλλά μπορούσε να κρατήσει και προσωπικά θρησκευτικά έθιμα αν το επιθυμούσε.
Ένας δούλος δεν μπορούσε να ασκηθεί στην παλαίστρα («Ένας δούλος δεν θα ασκείται ή θα αλείφεται στις σχολές πυγμαχίας». Νόμος που αποδίδεται στον Σόλωνα).
Οι δούλοι δεν είχαν δική τους περιουσία, ωστόσο οι αφέντες τους συχνά τους επέτρεπαν να συγκεντρώνουν χρήματα για να εξαγοράσουν την ελευθερία τους. Επιβιώνουν δε μέχρι τις ημέρες μας μαρτυρίες βάσει των οποίων δούλοι είχαν δικές τους επιχειρήσεις, πληρώνοντας κάποιο σταθερό ποσό στον κύριό τους. Η Αθήνα επίσης διέθετε ένα νόμο που καθιστούσε απαγορευτικό το χτύπημα ενός δούλου: αν κάποιος βιαιοπραγούσε κατά κάποιου που έμοιαζε με δούλο, κινδύνευε να χτυπήσει κάποιον πολίτη, καθώς πολλοί από αυτούς δεν ντύνονταν και πολύ καλύτερα. Οι υπόλοιποι Έλληνες μάλιστα εντυπωσιάζονταν από το γεγονός ότι οι Αθηναίοι επέτρεπαν στους δούλους τους να αντιμιλούν. Αθηναίοι δούλοι πολέμησαν μαζί με απελεύθερους στη Μάχη του Μαραθώνα και τα μνημεία αναφέρουν ρητά το γεγονός.
Η σεξουαλική δραστηριότητα των δούλων περιοριζόταν από συγκεκριμένους κανόνες. Για παράδειγμα, ένας δούλος δεν μπορούσε να συνάψει παιδεραστική σχέση με ελεύθερο αγόρι («Ένας δούλος δεν θα είναι εραστής ελεύθερου αγοριού ούτε θα τον ακολουθεί, ειδάλλως θα εισπράττει πενήντα χτυπήματα με μαστίγιο δημοσίως»). Αυτός ο νόμος αποδίδεται στο Σόλωνα. Οι πατέρες που ήθελαν να προστατεύουν τα παιδιά τους από τους ανεπιθύμητους τούς παρείχαν ένα δούλο προστάτη, τον παιδαγωγό, που τα συνόδευε στις μετακινήσεις τους. Οι γιοι νικημένων εχθρών αιχμαλωτίζονταν και συχνά αναγκάζονταν να εργαστούν σε πορνεία, όπως ο Φαίδων από την Ηλεία, ο οποίος μετά από παράκληση του φιλοσόφου Σωκράτη αγοράστηκε και απομακρύνθηκε από ένα τέτοιο μέρος χάρις στους πλούσιους φίλους του τελευταίου. Ο βιασμός δούλων ήταν παράνομος, όπως ακριβώς συνέβαινε και με τους ελεύθερους ανθρώπους.
Οι πολίτες της Σπάρτης, γνωστοί και ως «Όμοιοι», έκαναν χρήση των ειλώτων, μιας ομάδας πληθυσμού που άνηκε στο κράτος. Δεν είναι γνωστό κατά πόσο διέθεταν και δούλους που αποτελούσαν προσωπική τους περιουσία. Έχουν σωθεί μαρτυρίες για ανθρώπους που απελευθερώθηκαν από τους Σπαρτιάτες, κάτι που υποτίθεται πως απαγορευόταν για τους είλωτες, ή που πουλήθηκαν εκτός Λακωνίας.
Ορισμένα κείμενα κάνουν αναφορά τόσο σε δούλους, όσο και σε είλωτες, κάτι που ίσως σημαίνει πως δεν ταυτίζονταν. Ο Ψευδοπλάτων στο έργο «Αλκιβιάδης Α'» αναφέρει την «κατοχή σκλάβων και αξιοσημείωτα ειλώτων» από τους εύπορους Σπαρτιάτες, ενώ ο Πλούταρχος γράφει για «δούλους και είλωτες». Τέλος, σύμφωνα με το Θουκυδίδη, ο διακανονισμός που έβαλε τέλος στην επανάσταση των ειλώτων του 464 π.Χ. ανέφερε πως οποιοσδήποτε Μεσσήνιος επαναστάτης που θα ανακαλυπτόταν στην Πελοπόννησο επρόκειτο να γίνει «δούλος εκείνου που τον αιχμαλώτισε», κάτι που καταδεικνύει πως η κατοχή προσωπικών δούλων δεν ήταν παράνομη εκείνη την περίοδο.
Αρκετοί ιστορικοί καταλήγουν πως προσωπικοί δούλοι χρησιμοποιήθηκαν πράγματι στη Σπάρτη, τουλάχιστον μετά τη νίκη των Λακεδαιμονίων απέναντι στους Αθηναίους το 404 π.Χ., ωστόσο δεν ήταν πολυάριθμοι και άνηκαν μονάχα στους πιο εύπορους.Όπως συνέβαινε και στις άλλες πόλεις, οι δούλοι αυτοί αγοράζονταν ή αιχμαλωτίζονταν στον πόλεμο.
Πηγή:
el.wikipedia.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου