Και ενώ, με βάση τις αρχές και τις
αξίες, με τις οποίες λίγο πολύ όλοι μεγαλώνουμε, η απάντηση μοιάζει αυτονόητη,
στην πράξη είναι αρκετά δύσκολο να εμμείνεις σε μια άποψη που ακούγεται σαν
παραφωνία μέσα σε μια ορχήστρα, η οποία παίζει έναν διαφορετικό σκοπό. Οι
πιθανές λύσεις τότε είναι τρεις: Είτε δεν εκφράζεσαι, είτε συμφωνείς με την
παρέα, είτε προσπαθείς να πεις αυτό που θες με έναν πολύ πολύ ήπιο τρόπο,
δείχνοντας ότι κατανοείς και την αντίθετη αντίληψη. Γεγονός που αποδεικνύει ότι
ο διάλογος προϋποθέτει λεπτές κοινωνικές δεξιότητες, τις οποίες αν δεν τις έχεις,
πιθανότατα καταφεύγεις στις δυο πρώτες επιλογές ή καταλήγεις στην παρεξήγηση
και την δυσμένεια του περίγυρου σου.
Οι δεξιότητες αυτές είναι στην ουσία
κάποιες αρχές που πρέπει να τηρούνται από όλους μέσα σε μια παρέα. Δυστυχώς, όμως
αυτό συμβαίνει σπάνια. Είναι δύσκολο να μπορείς να ελευθερώνεις τον εαυτό σου από
πάγιες σκέψεις και να μένεις πάντα
δεκτικός σε νέες απόψεις. Όπως και να είσαι απαλλαγμένος από τον ζήλο να
αποδείξεις ότι έχεις δίκαιο. Ο διάλογος απαιτεί ευελιξία. Πρέπει να νιώθεις
σεβασμό για τη γνώμη του άλλου πριν διατυπωθεί και να την αξιολογείς ανάλογα με
την ορθότητά της και όχι με το ποιος την εκφέρει. Σκοπός της συζήτησης είναι να
προσφέρει ο καθένας μια άποψη διαφορετική και να βοηθήσει τον άλλο να δει τα
πράγματα πιο σφαιρικά. Για αυτό πρέπει να έχουμε διάθεση να πειστούμε, όχι μόνο
να πείσουμε. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί εφόσον απομακρύνουμε από τη σκέψη μας κάθε
άλλο κίνητρο (συμπάθεια, αντιπάθεια, εγωισμό, όφελος προσωπικό, κολακεία κ.λπ.)
και καταφέρνουμε να διατηρούμε την ηρεμία
μας όταν προελαύνουν θέσεις αντίθετες προς τις δικές μας, οι οποίες φαίνονται
στους άλλους πιο σωστές.
Δυστυχώς, δεν είναι διαθέσιμα και
πολλά παραδείγματα από τη δημόσια ζωή, όπου οι συμμετέχοντες σε μια σοβαρή
πολιτική συζήτηση λειτουργούν κατά τον προαναφερόμενο τρόπο. Το πρότυπο που μας
παρέχεται απλόχερα είναι διανθισμένο από ανταλλαγές προσβολών, έλλειψη
αλληλοσεβασμού, ειρωνεία, προσωπικούς
χαρακτηρισμούς, συνθηματικό λόγο και πιασάρικα σλόγκαν που πρέπει πάση θυσία να μείνουν στην συνείδηση του ακροατηρίου. Για
αυτό και συχνά απομονώνονται από τις τηλεοπτικές συζητήσεις κάποιες προτάσεις
και παραμένουν γραμμένες σαν υπότιτλοι στο κάτω μέρος της οθόνης.
Όλα αυτά, απαιτούν ή προϋποθέτουν ένα κοινό
τεμπέλικο, που ψάχνει για μασημένη τροφή και προσπαθεί με όσο γίνεται πιο εύκολο τρόπο να δώσει
απαντήσεις στα σοβαρά προβλήματα που το ταλαιπωρούν. Και ίσως, αυτός είναι ένας
λόγος που δεν υπάρχει στις μέρες μας μεγάλη ποικιλία θεωριών, επάνω σε πολύπλοκα
ζητήματα όπως είναι και η οικονομική κρίση που μαστίζει την Ελλάδα τα τελευταία
χρόνια. Παρόλα αυτά, όλοι παίρνουμε θέση, αν και στην ουσία αναπαράγουμε δυο
τρεις κυρίαρχες αντιλήψεις.
Εννοείται, λοιπόν ότι σε μεγάλο
βαθμό οι ιδέες μας οριοθετούνται από τα ΜΜΕ και κινούνται μέσα σε ένα πλαίσιο.
Αυτό στο οποίο είμαστε μαντρωμένοι. Και αυτό ισχύει για μια αλυσίδα από
ζητήματα. Ξεκινώντας από τα πιο βασικά. Υπάρχουν ένα σωρό ψέματα που αν τα
αμφισβητήσεις, θα θεωρηθείς από γραφικός ως και ανόητος. Ένα τέτοιο ψέμα είναι, ας
πούμε, ότι η κατάληψη ή το κλείσιμο ενός δρόμου είναι ένα ηθικά ανεκτό μέσο διεκδίκησης.
Ένα άλλο παραμύθι είναι, ότι ένας πολιτικός πρέπει οπωσδήποτε να είναι ευφυής και ένας πρωθυπουργός
«χαρισματικός». Απείρως πιο σημαντικά είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν
οι θεσμοί, η εργατικότητα, η τιμιότητα και οι συνεργάτες. Ή πως υπάρχουν
αστυνομικά μέτρα που μπορούν να εγγυηθούν σε ικανοποιητικό βαθμό τη δημόσια
ασφάλεια. Η δημόσια ασφάλεια είναι εγγυημένη μόνο όταν δεν την επιβουλεύεται
κανένας. Ή ακόμα, πως η πατρίδα μας είναι ένας μοναδικός επίγειος παράδεισος. Κάθε
πατρίδα είναι παράδεισος. Και υπάρχουν και πολλά ακόμα πιο σοβαρά, που αφορούν
την ιστορία μας και την υπόσταση μας σαν λαός, τα οποία ως αντιλήψεις μοιάζουν
αλλόκοτα για άλλες κοινωνίες που έχουν σφυρηλατηθεί με πολύ διαφορετικά
βιώματα.
Οι άνθρωποι
λειτουργούν με την αίσθηση πως υπάρχει μόνο ότι γνωρίζουν και πέρα από αυτό δεν
υπάρχει τίποτα άλλο. Τι γίνεται όμως όταν τυγχάνει ως άτομα να ξεφεύγουμε από
αυτό το πλαίσιο, επειδή μας δόθηκε η ευκαιρία να βρεθούμε σε κοινωνίες, όπου οι
άνθρωποι μεγαλώνουν και ζουν σε άλλη πραγματικότητα; Τι γίνεται όταν κάποιος
είναι σίγουρος πως τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως επιμένουν να λένε, ότι είναι, οι
άνθρωποι γύρω του;
Νομίζω, είναι πιο εύκολο να
ξανασκεφτεί αυτό το άτομο μήπως κάνει λάθος, παρότι εκείνη τη στιγμή βλέπει
καθαρά πως ο απέναντι του, δεν έτυχε να έχει ανάλογα βιώματα. Και τελικά, είναι
πιο πιθανό να μην μιλήσει. Διότι, ο κίνδυνος να παρεξηγηθεί είναι μεγάλος. Πως,
δηλαδή μπορεί να εξηγήσει κανείς σε έναν μέσο Έλληνα, ότι είναι άκυρο να
υποστηρίζει πως οι Άγγλοι, οι Ιταλοί, οι Γερμανοί, οι Γάλλοι ή και ίσως
οποιοσδήποτε ευρωπαϊκός λαός δεν έχουν αξιόλογο πολιτισμό και πως οι λόγοι που
το πιστεύει αυτό είναι η άγνοια του για τους άλλους, ο ορισμός που δίνει στην
λέξη «πολιτισμός» και η ανάγκη το δικό
του σύνολο να φαίνεται το καλύτερο; Αν βρεθεί κάποιος αντιμέτωπος με αυτόν τον
προβληματισμό, ακόμα και αν οι εγκυκλοπαιδικές του γνώσεις θα μπορούσαν να του
δώσουν πολλά επιχειρήματα για να προσπαθήσει να μεταπείσει τους συνομιλητές του,
θα ήταν μάλλον μάταιο. Άρα, λοιπόν πιθανότατα θα προτιμήσει να σωπάσει.
Κατά αυτόν τον τρόπο
επιτυγχάνεται μια ευρεία συναίνεση σε βασικά ζητήματα, στοιχείο απαραίτητο για
να διατηρήσει την συνοχή της μια κοινωνία. Μερικές φορές, μια τέτοια ομοφωνία παίρνει
επικίνδυνες διαστάσεις καθώς αποκτά ισοπεδωτικό χαρακτήρα. Αν λοιπόν όλοι
συμφωνήσουμε πως ο πολιτισμός μας είναι ανυπέρβλητος, τότε εύκολα θα
προχωρήσουμε και στην σιωπηρή παραδοχή πως μπορούμε να πάρουμε μια βαθειά ανάσα
στασιμότητας. Αν όλοι αποδώσουμε την δεινή οικονομική κατάσταση της χώρας μας στις
διαθέσεις κάποιων ξένων «κατακτητών», τότε ίσως να μην μπούμε καν στον κόπο να
βρούμε ένα υγιές οικονομικό μοντέλο, πάνω στο οποίο θα στηριχθεί η χώρα μας,
που δεν είχε ποτέ κανένα μοντέλο. Αν όλοι απαξιώνουμε την πολιτική, τότε
προφανώς θα διευκολύνουμε όσους ασχολούνται μαζί της καθαρά για προσωπικό
όφελος. Η συναίνεση συνεπώς δεν είναι πάντα υγιές στοιχείο.
Οι συζητήσεις, ειδικά, ΠΡΕΠΕΙ να
διακρίνονται από πολυφωνία και να ενθαρρύνεται η πολυφωνία. Οι σημερινοί
Έλληνες, υπό την επίδραση του πνεύματος της ανατολής, σε συνδυασμό με το χαμηλό
μορφωτικό επίπεδο, έχουμε αναπτύξει ένα πνεύμα μονολόγου και αυθεντίας που
εξαλείφει κάθε προσπάθεια γόνιμου και ποιοτικού διαλόγου. Οι παράλληλοι μονόλογοι
δεν είναι πολυφωνία. Στις περισσότερες συζητήσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι
δεν υπάρχουν εξαιρέσεις, επικρατεί η οξύτητα, η αυτοεπίδειξη και η προκατάληψη.
Η σημασία ενός καλού διαλόγου
είναι μείζονος σημασίας και έχει επίδραση στις πράξεις και τις δραστηριότητες
των ανθρώπων και των κοινωνιών τους. Ο εποικοδομητικός διάλογος μπορεί να
βοηθήσει στη λύση πολύπλοκων προβλημάτων, να διαφωτίσει σκοτεινές υποθέσεις,
και να διευκρινίσει παρανοήσεις και παρεξηγήσεις. Είναι η βάση για έναν
δημιουργικό πνευματικό και κοινωνικό βίο και αναπόσπαστο στοιχείο του δημοκρατικού
πολιτεύματος. Αφυπνίζει πνεύματα και κάνει τα μυαλά να σκέφτονται πιο
δημιουργικά και με μεγαλύτερη ωριμότητα.
Αν λοιπόν κάτι πρέπει επειγόντως να
αλλάξει σήμερα στην Ελλάδα, αυτό είναι η κουλτούρα του διαλόγου και η σιγουριά μας
για όσα πιστεύουμε. Πρέπει να πάψουμε να
θεωρούμε τα δικά μας πιστεύω ως δεδομένα και να είμαστε αποφασισμένοι να πούμε
πράγματα που έρχονται σε σύγκρουση με την κοσμοθεωρία των άλλων. Σε περιόδους κρίσεων δυο τινά συμβαίνουν: είτε
η κοινωνία κουλουριάζεται και συρρικνώνεται, επιδεικνύοντας τρομερή εσωστρέφεια
και φόβο, όπως και συμβαίνει σε πολλά επίπεδα σήμερα στην χώρα μας. Ή απλώνεται,
ανοίγει διάπλατα, αναστοχάζεται, κοιτά πίσω, μπροστά, δεξιά και αριστερά και προσπαθεί να αυτοθεραπευθεί.
Αν πάλι πιστεύει το χ ή ψ άτομο ότι
τελικά δε θα αλλάξει και τίποτα με το να πει αυτό που νομίζει για την κατάσταση
στους φίλους του, σε μια ασήμαντη για το σύμπαν, κουβέντα, αντίθετα μπορεί και
να τον δούνε στραβά, τότε ή σωπαίνει ή τουλάχιστον βρίσκει έναν χώρο στο
απέραντο διαδίκτυο και τον χρησιμοποιεί σαν προσωπικό ημερολόγιο…
Β.Τ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου