Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Η ιστορία του πραγματικού Σουλεϊμάν

Ο Σουλεϊμάν ο Α΄, ο επονομαζόμενος μεγαλοπρεπής, υπήρξε σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το 1522-1566 μ.Χ. . Του δόθηκε ο τίτλος μεγαλοπρεπής γιατί κατά τη διάρκεια της βασιλείας του η αυτοκρατορία των Οθωμανών γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της.
Ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής με το άλογο  του. Hans Eworth. Ανέλαβε τα ηνία του τεράστιου κράτους του όταν ήταν 28 ετών διαδεχόμενος τον πατέρα του Σελίμ Α΄ (1512-1520). Ήταν μελαγχολικός και οξύθυμος σουλτάνος, με επιβλητικό παράστημα, ξερακιανό πρόσωπο και αετίσια μύτη. Η άνοδος του  σηματοδοτεί αλλαγή στη συμπεριφορά των Τούρκων Σουλτάνων απέναντι στους χριστιανούς και Εβραίους ραγιάδες. Περιγράφεται με εχθρικά αισθήματα απέναντι στους πληθυσμούς αυτούς και με φιλόδοξα σχέδια εναντίων των χριστιανικών κρατών της Δύσης.
Πρώτη μεγάλη επιτυχία ήταν η κατάληψη  του Βελιγραδίου, με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ορμητήριο για την εκστρατεία του στην Ευρώπη.
Κατόπιν στράφηκε εναντίον της Ρόδου (Σεπτέμβριος του 1522),  που ανήκε στο Τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών. Το κίνητρο του ήταν η στρατηγική θέση του νησιού, αφού από εκεί περνούσαν τα εμπορικά πλοία και οι προσκυνητές της Μέκκας. Η κατασκευή καραβιών από τους Οθωμανούς προκάλεσε εξαρχής υποψίες για τις προθέσεις τους. Διέσπειραν φήμες ότι θα χτυπήσουν την Κύπρο ή την Κέρκυρα ή την Ιταλία. Παρόλα αυτά ο Μέγας Μάγιστρος του νησιού πήρε μέτρα για την προστασία του ενισχύοντας την οχύρωση του και αυξάνοντας το απόθεμα σε προμήθειες.
Ο Σουλεϊμάν έστειλε μια προκλητική επιστολή στο Μέγα Μάγιστρο της Ρόδου, με την οποία του ανήγγειλε την επερχόμενη κατάληψη στο νησί.  Με 200.000 άνδρες (από τους οποίους 10.000 γενίτσαροι) και 280 πλοία πολιόρκησε το νησί.   Οι υπερασπιστές της  ήταν μόλις 5.000, από τους οποίους 600 Ιππότες και 400 Κρητικοί. Κατά τη διάρκεια της πολιορκείας οι κάτοικοι της Τήλου και της Νισύρου παραδόθηκαν στο Σουλτάνο με αντάλλαγμα κάποια προνόμια. Οι πληροφορίες ενός Αλβανού φυγάδα και το προδοτικό μήνυμα ενός ιππότη, του Andrea d’ Amaral έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην τελική έκβαση της διαμάχης.
Οι Ιππότες είχαν μείνει αβοήθητοι με ανεπανόρθωτες ζημιές και πολύ σημαντικές απώλειες, αλλά συνέχιζαν την  αντίσταση καθώς και οι Οθωμανοί είχαν προβλήματα λόγω της κακοκαιρίας του φθινοπώρου και μεγάλες απώλειες.
Ο Σουλεϊμάν έστελνε με κάθε τρόπο μηνύματα στους πολιορκημένους να παραδοθούν και να κάμψει το ηθικό τουες, π.χ. με επιστολές σε βέλη που έριχναν οι στρατιώτες του μέσα στην πόλη, όπου υπόσχονταν διάφορα, ενώ σε περίπτωση άρνησης τους απειλούσε με πολύ σκληρά αντίποινα.
Τελικά, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, οι Οθωμανοί κυριέψαν το προτείχισμα των Ισπανών και οι Ιππότες παραδόθηακν υπό όρους όπως: να μείνουν άθικτες οι εκκλησίες, να μη γίνει παιδομάζωμα, οι χριστιανοί να θρησκεύονται ελεύθερα.
Την Παραμονή των Χριστουγέννων του 1522 οι στρατιώτες του Σουλεϊμάν ξεχύθηκαν στους δρόμους και λεηλάτησαν την πόλη της Ρόδου. Στην αναζήτηση τους για λάφυρα έσπασαν τους μεγαλοπρεπείς τάφους των μεγάλων Μαγίστρων και ξέθαψαν τα λείψανά τους. Ανήμερα των Χριστουγέννων μπήκε ο Σουλεϊμάν στη Ρόδο και προσευχήθηκε στο μεγαλοπρεπή ναό του Αγίου Ιωάννη, που το μετέτρεψαν σε τζαμί.
Με απώλειες 84.000 αντρών ο Σουλεϊμάν έγινε κυρίαρχος του νησιού και το εποίκισε με Τούρκους από τα απέναντι μικρασιατικά παράλια. Οι Ιππότες εγκατέλειψαν τη Ρόδο και εγκαταστάθηκαν στη Μάλτα.
Οι κατακτήσεις του  Σουλεϊμάν Α ''ακολούθησαν συνεχή εδαφική επέκταση μέχρι το 1590.Έπειτα ο Σουλτάνος προσπάθησε να παγιώσει την κυριαρχία του στην ηπειρωτική Ελλάδα όπου υπήρχαν συχνές αναταραχές. Έτσι απέσπασε από τους χριστιανούς σπαχήδες τα τιμάριά τους και κατέπνιξε τις πιο επικίνδυνες εστίες αντίστασης στη Στερεά και στα Άγραφα.
Το 1530 ο Σουλεϊμάν βρέθηκε στο απόγειο της δόξας του και «έχοντας συναίσθηση της δύναμής του αρχίζει από τότε να γράφει στους χριστιανούς ηγεμόνες στην τουρκική γλώσσα». Η Δύση δεχόταν εκκλήσεις από τους σκλαβωμένους για βοήθεια, όπως από τους  Έλληνες της Θράκης (σ.σ. Ανατολική Ρωμυλία, Ανατολική και Δυτική Θράκη) λόγω των δυσβάστακτων φόρων.
Το 1532 ο Σουλεϊμάν διακήρυττε ότι αυτός είναι «ο κύριος όλου του κόσμου και η σκιά του Θεού στη γη» και αρχισε τον πόλεμο εναντίον του Γερμανού αυτοκράτορα Κάρολου του Ε΄ που ήταν και βασιλιάς της Ισπανίας. Ο Κάρολος συμπράττει με τους Ιωαννίτες Ιππότες και τους Βενετούς και κυριεύουν Κορώνη, Πάτρα, Ρίο. Οι Έλληνες αυτών των περιοχών πήραν θάρρος και ξεσηκώθηκαν εναντίων των Τούρκων, αλλά οι Οθωμανοί άρχισαν τα αντίποινα στην Πελοπόννησο.
Το 1533 αναφέρθηκαν βίαιοι εξισλαμισμοί, σκληρό παιδομάζωμα και νέα φορολογία, που εκτός από το χαράτσι, που είναι ένα δουκάτο για κάθε άντρα πάνω από 15 χρονών, τη δεκάτη στο κρασί και τα 2/15 στα δημητριακά και οι φόροι στα ζώα, εισήχθησαν και οι δυσβάστακτοι έκτακτοι φόροι για πολεμικές ετοιμασίες. Το ίδιο έτος ο Σουλτάνος πήρε με το μέρος του τον περίφημο τότε πειρατή Χαϊρεδδίν Μπαρμπαρόσσα, που ήταν ο φόβος και ο τρόμος στη Μεσόγειο και τον έκανε αρχιναύαρχο του τουρκικού στόλου, υπό την ηγεσία του οποίου γράφτηκαν οι ενδοξότερες σελίδες του Οθωμανικού στόλου. Στην συνέχεια συμμάχησε  με τον βασιλιά της Γαλλίας Φραγκίσκο τον Α΄ , ο οποίος μετά την ήττα από τον Γερμανό αυτοκράτορα στην Παβία το 1525, φοβισμένος και μην μπορώντας να αντισταθεί σ’ αυτόν στράφηκε στον Σουλεϊμάν. Υπέγραψαν προνόμια εμπορικά και θρησκευτικά για τους υπηκόους τους.
Με την κάλυψη του Γάλλου μονάρχη ο Σουλεϊμάν εκστράτευσε σε εδάφη του Καρόλου του Ε΄. Πήρε  την Αυλώνα στην Αδριατική ακτή της Αλβανίας και κάποια χωριά και πόλεις στην απέναντι Ιταλική χερσόνησο. 
Στις 29 Αυγούστου του 1533 επετέθηκε στην Κέρκυρα, που την είχαν οι Βενετοί, με 25.000 στρατό και 50 πλοία. Ο τούρκος ιστορικός Χατζή Κάλφα αναφέρει ότι τα λεηλατημένα χωριά της Κέρκυρας έφτασαν τα 140. Τίποτε δεν έμεινε όρθιο στα προάστια μετά από τρία μερόνυχτα φωτιάς.
Τις 11 Σεπτεμβρίου ο Σουλεϊμάν, μετά από συμβουλή των αξιωματικών του, έλυσε την πολιορκία της Κέρκυρας, γιατί έβλεπε ότι δεν μπορούσε να καταλάβει το νησί. Κατά την αποχώρηση των Τούρκων «πλήθος από γέροντες σύρθηκαν με βρισιές προς τα πλοία. 
Οι Τούρκοι πήραν 20.000 χιλιάδες αιχμαλώτους, πλήθος από ζώα και λάφυρα. Ανάμεσα στους σκλάβους «και η εφτάχρονη Καλή Καρτάνου, που αργότερα έγινε η γυναίκα του γιου του Σουλεϊμάν, του Σελίμ». Η Κέρκυρα είχε υποστεί τεράστια καταστροφή σε πληθυσμό, δάση, καλλιέργειες, περιουσίες. Για πολλές δεκάδες χρόνια έμειναν «βουβοί μάρτυρες των καταστροφών. Επιστρέφοντας ο τουρκικός στόλος λεηλάτησε την Πάργα, τους Παξούς, την Κεφαλλονιά και σκλάβωσε 7.000 κατοίκους των Κυθήρων, που ανήκε τότε στους Βενετούς  Στη συνέχεια κατέλαβε την Αίγινα, στην όπου αιχμαλωτίστηκαν 5000 κατοίκους του νησιού. Ακολούθησαν η Κέα με 1200 σκλάβους, η Πάρος με 6000 χιλιάδες σφαγές και αιχμαλωσίες, Νάξος, Μύκονος και άλλα μικρότερα νησιά των Κυκλάδων.
Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1537 άρχισε η πολιορκία του Ναυπλίου, που κατείχαν οι Βενετοί, και κράτησε 3 χρόνια και 3 μήνες. Το 1538 ήρθε η σειρά των Σποράδων. Αναφέρεται ότι «στις 17 Δεκεμβρίου του 1538 ο Γάλλος ναύαρχος Blancard» βρήκε ερημωμένη τη Σκιάθο.  Στις 21 Νοεμβρίου του 1540 οι Βενετοί παρέδωσαν το Ναύπλιο και στις 24 τη Μονεμβασιά.
Ο Σουλεϊμάν έγινε κατακτητής του μεγαλύτερου μέρους του τότε γνωστού κόσμου (από την Κεντρική Ευρώπη μέχρι την Αβησσυνία στην Αφρική και από την Αδριατική μέχρι τον Τίγρη και τον Ευφράτη στην Ασία). Η περίοδος μεταξύ των ετών 1540-1566 ήταν ειρηνική. Τα τελευταία 10 χρόνια της ζωής του ο Σουλτάνος θέλησε να τα ζήσει ήρεμα, χωρίς πολεμικές περιπέτειες. Με την πείρα και την εξυπνάδα του χειρίστηκε με ικανότητα τη διοίκηση της αυτοκρατορίας του έχοντας ανεξάντλητους οικονομικούς πόρους. Με το «Κανούν σαχιμπί σουλτάν Σουλεϊμάν» καθορίζει τους κανόνες για τους πολιτικούς και στρατιωτικούς αξιωματούχους, με το «τεσριφάτ» ορίζει τους κανόνες για την αυλή, τα στρατόπεδα και τα δικαστήρια και, τέλος, για να δείξει το μεγαλείο του, κατασκευάζει το συγκρότημα Σουλεϊμανιέ-τζαμισί, που στοίχισε πολλά χρήματα.
Στις  13 Απριλίου 1566, τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, κατέλαβε και την Χίο., μετά από αποτυχημένη εκστρατεία στην Μάλτα. 
Ο Σουλεϊμάν ο Α΄ , ο Μεγαλοπρεπής  πέθανε στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1566. 
Πηγές:
Απ. Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου ελληνισμού, τόμος Γ΄ , Θεσσαλονίκη 1968.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου