Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Η ιστορία της ελληνικής δραχμής



Η αρχαία ελληνική δραχμή
Η δραχμή  χρησιμοποιήθηκε από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, αλλά και από το σύγχρονο ελληνικό κράτος. Όπως πολλά νομίσματα της αρχαιότητας, εκτός από νομισματική μονάδα αρχικά αποτέλεσε μονάδα μέτρησης βάρους. Η λέξη δραχμή προέρχεται από το ρήμα δράττω, που σημαίνει αρπάζω (> δράττομαι = πιάνω σφικτά). Στην αρχαιότητα, μία δραχμή ήταν ίση προς έξι οβολούς, νόμισμα το οποίο στην παλαιότερη μορφή του είχε σχήμα σιδερένιας ράβδου. Το πάχος του ήταν τόσο, ώστε η χούφτα ενός ανδρικού χεριού να μπορεί να πιάσει έξι από αυτούς. Έτσι εκ του δράττω (όσους οβολούς μπορούσε να αδράξει η παλάμη) προκύπτει η λέξη δραχμή.
Για αιώνες η δραχμή ήταν ένα από τα νομίσματα του νομισματικού συστήματος του αρχαίου ελληνικού κόσμου, αφού αρκετές πόλεις-κράτη εξέδωσαν νομίσματα με το όνομα αυτό με πιο γνωστά το αργυρό δίδραχμο του Φείδωνα, το Αθηναϊκό τετράδραχμο και το τετράδραχμο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ειδικά το αθηναϊκό τετράδραχμο αποτέλεσε το πλέον διαδεδομένο νόμισμα την περίοδο της ακμής της Αθήνας τον 5ο αιώνα π.Χ. έως και την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οπότε επικράτησαν τα Μακεδονικά νομίσματα. Γινόταν δεκτό στις συναλλαγές σε όλο τον ελληνικό κόσμο, ακόμα και στις πόλεις εκείνες οι οποίες δεν κρατούσαν φιλική στάση προς την Αθήνα. Στη μία όψη του απεικονίζεται η Αθηνά και στην άλλη το σύμβολο της πόλης των Αθηνών, η γλαύκα (κουκουβάγια). Το νόμισμα αυτό ήταν πιο γνωστό απλώς ως Αθηναϊκή γλαύκα. Αιώνες αργότερα η γλαύκα του Αθηναϊκού τετράδραχμου απεικονίζεται και πάλι στην ελληνική εθνική όψη του κέρματος του ενός ευρώ.
Με τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου ο όρος δραχμή διαδόθηκε και εκτός του ελληνικού κόσμου. Ο μύθος που δημιουργήθηκε γύρω από το όνομα του μεγάλου στρατηλάτη ήταν παράγοντας ο οποίος συντέλεσε ώστε να κοπούν δραχμές που να τον απεικονίζουν από τους επιγόνους του αλλά και και από άλλους ηγεμόνες πολύ μετά τον θάνατο του.
Η δραχμή που για αιώνες επικράτησε να χρησιμοποιείται σε ένα τόσο μεγάλο μέρος του κόσμου, άρχισε να εκλείπει σταδιακά ως νόμισμα μετά τις ρωμαϊκές κατακτήσεις και την επικράτηση του δηναρίου ως νομισματικής μονάδας. Παρόλα αυτά υπήρξαν και υπάρχουν ακόμα νομίσματα τα οποία έχουν ως ρίζα τη λέξη δραχμή, όπως είναι το ντραμ της Αρμενίας, το ντιρχάμ του Μαρόκου ή το ντιρχάμ των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
Παρά την κατάργησή της ως νομίσματος, η λέξη "δραχμή" συνέχισε να χρησιμοποιείται στον Ελληνικό χώρο και άλλα μέρη της Ευρώπης από την πρώτη Βυζαντινή εποχή έως και σήμερα ως μονάδα βάρους, ενίοτε υποδιαιρούμενη σε "γράμματα". Κάποτε ήταν γνωστή και ως "δραμή", από όπου πιθανότατα προέρχεται το "δράμι".

Η αναβίωση της δραχμής

Με Βασιλικό διάταγμα της 8ης Φεβρουαρίου 1833 «περί ρυθμίσεως του νομισματικού συστήματος», η δραχμή αντικαθιστά τον φοίνικα, νόμισμα που επιχείρησε να καθιερώσει ο Ιωάννης Καποδίστριας το 1828. Από τότε και αδιάλειπτα μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2002, η δραχμή ήταν νομισματική μονάδα του σύγχρονου Ελληνικού κράτους.
Η καθιέρωση της δραχμής το 1833 αποτέλεσε μια αναβίωση του ξεχασμένου μέχρι τότε νομίσματος και ήταν ακόμα μια προσπάθεια της ελληνικής πολιτείας να συνδέσει το νεοσύστατο ελληνικό κράτος με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
Το νέο αυτό νόμισμα είχε βάρος 4,477 γραμμάρια από τα οποία τα 4,029 γραμμάρια ήταν καθαρό ασήμι και τα 0,448 χαλκός. Η ισοτιμία της δραχμής ορίστηκε στα 0,895 του γαλλικού χρυσού φράγκου. Οι πρώτες δραχμές και οι υποδιαιρέσεις τους κόπηκαν στη Βαυαρία από μήτρες που κατασκεύασε στο Μόναχο ο Κόνραντ Λάνγκε, μετέπειτα διευθυντής του Ελληνικού Βασιλικού Νομισματοκοπείου. Το νέο ελληνικό νομισματικό σύστημα ήταν στη σύλληψη διμεταλλικό (χρυσά και αργυρά νομίσματα), αλλά στην πράξη δεν κυκλοφόρησαν παρά ελάχιστα χρυσά νομίσματα. Τον Αύγουστο του 1833 απαγορεύτηκε ρητά η αποδοχή τουρκικών νομισμάτων από τα δημόσια ταμεία σε μια προσπάθεια να επιβληθεί το νέο νόμισμα.
Στις 30 Μαρτίου 1841, μετά από πολυετείς προσπάθειες, ιδρύθηκε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία παραχωρήθηκε το προνόμιο της έκδοσης χαρτονομισμάτων, το οποίο και διατήρησε έως το 1927, οπότε και ιδρύθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος.
Toν Απρίλιο του 1867 η Ελλάδα υπογράφει συμφωνία με τη Λατινική Νομισματική Ένωση, ώστε η δραχμή να ακολουθήσει τους κανόνες ισοτιμιών της ένωσης. Όμως λόγω των πολέμων και της οικονομικής κρίσης που ακολούθησε, η δραχμή δεν κατάφερε να προσχωρήσει στην ένωση πριν από το 1910. Αποτέλεσμα της ένταξης αυτής ήταν το γεγονός ότι η δραχμή εξισώθηκε με τα άλλα νομίσματα τηε Ένωσης, όπως το γαλλικό φράγκο. Σε πολλές εκδόσεις των χαρτονομισμάτων της Εθνικής Τράπεζας η ονομαστική αξία στην πίσω πλευρά του γραμματίου αναγραφόταν στα γαλλικά francs. Πιθανόν για τον λόγο αυτό, τουλάχιστον μέχρι τις δεκαετίες του 70-80, η δραχμή αποκαλούνταν από τον λαό και φράγκο (πχ τα κέρματα των 2 δραχμών αποκαλούνταν δίφραγκα).
Κατά την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η δραχμή γνωρίζει την μεγαλύτερη απαξίωση στην ιστορία της κάτω από την πίεση της οικονομικής κατάρρευσης της Ελλάδας και του υπερπληθωρισμού που δημιουργήθηκε λόγω των συνθηκών της εποχής. Τυπώθηκαν χαρτονομίσματα με ονομαστική αξία ακόμα και δισεκατομμυρίων δραχμών, των οποίων η ανταλλακτική αξία ήταν μηδαμινή.
Το 1944 εκδόθηκε το μεγαλύτερο σε ονομαστική αξία χαρτονόμισμα που κυκλοφόρησε ποτέ στην Ελλάδα. Είχε ονομαστική αξία 100 δισεκατομμυρίων δραχμών, όμως ήταν παντελώς ανυπόληπτο και η ουσιαστική του αξία σχεδόν μηδαμινή. Επρόκειτο για την τελική φάση της κατοχικής οικονομικής κατάρρευσης. Σε σημερινές τιμές και με βάση τη χρυσή λίρα Αγγλίας, η πραγματική αξία του δεν θα πρέπει να ξεπερνούσε τα σημερινά 10 λεπτά του ευρώ. Αποτέλεσμα ήταν να αποσυρθεί λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του.
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, έγιναν δύο νομισματικές μεταρρυθμίσεις έτσι, ώστε η Ελλάδα να αποκτήσει και πάλι ένα σταθερό νόμισμα. Τον Νοέμβριο του 1944 με την πρώτη μετακατοχική νομισματική μεταρρύθμιση η παλιά και υποτιμημένη δραχμή αντικαταστήθηκε με μια νέα με ισοτιμία που ορίστηκε σε 50.000.000.000 παλιές δραχμές για καθεμία νέα.
Η νέα δραχμή διατηρήθηκε μία δεκαετία έως το 1954, οπότε με τη δεύτερη μετακατοχική μεταρρύθμιση αντικαταστήθηκε ξανά με μία νεότερη με αναλογία 1000 δραχμές προς μία νέα. Σύμφωνα με το σύστημα ισοτιμιών Μπρέτον Γουντς, στο οποίο είχε ήδη προσχωρήσει η δραχμή από το 1953, το νέο νόμισμα συνδέθηκε με το δολάριο ΗΠΑ με σταθερή ισοτιμία 30 δραχμές προς ένα δολλάριο. Το 1973, το σύστημα του Μπρέτον Γουντς καταργήθηκε και η συναλλαγματική ισοτιμία των δυο νομισμάτων έπαψε να είναι σταθερή.
Την 1η Ιανουαρίου 2001 υιοθετήθηκε το ευρώ ως λογιστική μορφή παράλληλα προς τη δραχμή. Την 1η Ιανουαρίου 2002 εισήχθη επίσημα το ευρώ σε κυκλοφορία ως νόμισμα παράλληλα προς τη δραχμή ως την 1η Μαρτίου, οπότε και η ελληνική δραχμή έπαψε να αποτελεί νόμιμο χρήμα στην Ελλάδα.



Το πρώτο κέρμα της μίας δραχμής
Κόπηκε στο Μόναχο το 1833, αν και αναγράφεται ως έτος το 1832. Ήταν αργυρή και έφερε στη μία όψη τη μορφή του Όθωνα και από την άλλη τον Βασιλικό θυρεό. Υποδιαιρέσεις της ήταν τα χάλκινα κέρματα των 1, 2, 5 και 10 λεπτών και πολλαπλάσιά της το αργυρό κέρμα των 5 δραχμών και τα χρυσά των 20 και 40 δραχμών. Όλες οι εκδόσεις της πρώτης δραχμής θεωρούνται σπάνιες και η σημερινή τους αξία υπερβαίνει τις 3.000 ευρώ.
Τα πρώτα χαρτονομίσματα
Κόπηκαν το 1841 από τη νεοσύστατη Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και ήταν αξίας 25, 50, 100 και 500 δραχμών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ανέγραφαν στη μία όψη τους ότι "Η παραποίησις τιμωρείται με δεσμά δια βίου". Το πεντακοσάρικο που τότε διέθετε τεράστια αγοραστική δύναμη εκτυπώθηκε στο Παρίσι σε μόλις 600 τεμάχια κι από αυτά τέθηκαν σε κυκλοφορία μόλις τα 276. Η σημερινή συλλεκτική του αξία θεωρείται ανυπολόγιστη.
Το πιο περιπετειώδες χαρτονόμισμα
Το πιο περιπετειώδες χαρτονόμισμα της ελληνικής νομισματικής ιστορίας τυπώθηκε το 1939 στην Αγγλία ως κατοστάρικο, όμως τέθηκε στην κυκλοφορία το 1941 ως χιλιάρικο. Τα σημεία όπου αναφερόταν η αξία του αριθμητικώς και ολογράφως, επισημάνθηκαν με σκούρο σχέδιο ώστε να μη διακρίνονται εμφανώς, ενώ παράλληλα τυπώθηκε το «Δραχμαί 1000» πάνω στο υδατογράφημα. Οι περιπέτειές του όμως δεν σταματούν εδώ. Μετά την κατάρρευση του μετώπου το 1941, το πλοίο που μετέφερε τα αποθέματα της Τράπεζας της Ελλάδος στην Κρήτη, βομβαρδίστηκε από τους Γερμανούς στη Μονεμβασιά και πολλά σακιά με κατοστάρικα χωρίς επισήμανση βρέθηκαν στη θάλασσα. Οι χωρικοί τα μάζεψαν και τα περισσότερα απ' αυτά επισημάνθηκαν από παραχαράκτες και κυκλοφόρησαν παράνομα στην αγορά μαζί με τα άλλα χιλιάρικα. Τα πλαστά ήταν τόσα πολλά, που ακόμα και σήμερα τα βρίσκει κανείς εύκολα στα παλαιοπωλεία.
Η πρώτη 1 δραχμή σε χαρτονόμισμα
Για πρώτη φορά το 1885 κυκλοφόρησαν χαρτονομίσματα (για την ακρίβεια κερματικά γραμμάτια) αξίας 1 και 2 δραχμών αντικαθιστώντας τα αργυρά κέρματα. Άρχισαν να αποσύρονται σταδιακά το 1910, εξέλειπαν πλήρως το 1914 και επανήλθαν σε νέες κόπιες το 1941 για ένα μικρό διάστημα κατά το ξεκίνημα της κατοχής και το 1944 με την απελευθέρωση.
Τα κομμένα στα δύο χαρτονομίσματα
Επρόκειτο μεν για κομμένα στα δύο, αλλά παράλληλα για πλήρη χαρτονομίσματα. Η ιστορία τους ανάγεται στο 1921, όταν διαφαινόταν η ήττα στο Μικρασιατικό πόλεμο και η οικονομία της Ελλάδας χώλαινε επικίνδυνα. Μπροστά στην απειλή της οικονομικής κατάρρευσης, ο τότε υπουργός Οικονομικών Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης κατέφυγε σε αναγκαστικό εσωτερικό δανεισμό. Έκοψε όλα τα χαρτονομίσματα στη μέση και έθεσε το δεξιό τους τμήμα στην κυκλοφορία στη μισή αξία από την αναγραφόμενη (π.χ. το χαρτονόμισμα των 25 δραχμών είχε ανταλλακτική αξία 12,5 δραχμών), ενώ το αριστερό τους τμήμα ανταλλάχθηκε με ομολογίες του δημοσίου. Έτσι όλοι οι Έλληνες δανειοδότησαν υποχρεωτικά το κράτος με τα μισά τους χρήματα. Η λύση εκείνη αποδείχθηκε σωτήρια, ωστόσο ο εμπνευστής της υπουργός δεν γλύτωσε την εκτέλεση στη δίκη των έξι που ακολούθησε της Μικρασιατικής καταστροφής.
Το μεγαλύτερο σε ονομαστική αξία χαρτονόμισμα (100.000.000.000 δρχ.)
Το μεγαλύτερο σε ονομαστική αξία χαρτονόμισμα ήταν αξίας 100 δισεκατομμυρίων δραχμών. Κόπηκε στις 3 Νοεμβρίου 1944 φέροντας την υπογραφή του νέου διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Ξενοφώντα Ζολώτα. Ήταν παντελώς ανυπόληπτο και η ουσιαστική του αξία σχεδόν μηδαμινή. Ακολούθησε τις εκδόσεις των 5, 25 και 200 εκατομμυρίων και 2 δισεκατομμυρίων και αποσύρθηκε λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του. Επρόκειτο για την τελική φάση της κατοχικής οικονομικής κατάρρευσης. Με βάση τη χρυσή λίρα Αγγλίας, είναι χαρακτηριστική η κατρακύλα της δραχμής. Η ισοτιμία:
Ιανουάριος 1944: 1 λίρα = 2,1 εκατομμύρια δραχμές
Μάρτιος 1944: 1 λίρα = 15 εκατομμύρια δραχμές
Αύγουστος 1944: 1 λίρα = 2,5 δισεκατομμύρια δραχμές
Σεπτέμβριος 1944: 1 λίρα = 18 δισεκατομμύρια δραχμές
Νοέμβριος 1944: 1 λίρα = 71 τρισεκατομμύρια δραχμές
Η ιταλική κατοχική δραχμή
Μία "αμαρτωλή" περίπτωση κατοχικής δραχμής ήταν αυτή που εξέδωσαν μεταξύ 1941 και 1944 οι Ιταλοί φασίστες που τη χρησιμοποίησαν για να δώσουν "νομιμότητα" στο πλιάτσικο της Ελλάδας. Η σειρά περιελάμβανε 9 αξίες, από 5 έως 20.000 δραχμές και κυκλοφόρησε παράλληλα με την αναξιόπιστη πληθωριστική ελληνική δραχμή. Οι συναλλασσόμενοι έκαναν ότι μπορούσαν για να αποφύγουν αυτά τα χαρτονομίσματα, που έφεραν και τον Δαβίδ του Μιχαήλ Άγγελου, ενώ εκδότρια φερόταν η Cassa Mediterranea di credito per la Grecia (Μεσογειακό ταμείο πίστεως για την Ελλάδα).
Τα αντάρτικα χαρτονομίσματα του σιταριού
Ένα παράξενο αντάρτικο χαρτονόμισμα κυκλοφόρησε το 1944 από την ΠΕΕΑ ("Κυβέρνηση του Βουνού") και δεν είχε βάση την παντελώς αναξιόπιστη τότε δραχμή, αλλά την οκά σιταριού. Το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ χρησιμοποιούσε αυτό το χαρτονόμισμα που στην ουσία επρόκειτο για ομολογία, και μάλιστα άτοκη, για να προμηθευτεί τα αναγκαία για το αντάρτικο από τους χωρικούς, υποσχόμενο την εξόφληση του χρέους μετά την απελευθέρωση. Το ΕΑΜ όμως ηττήθηκε κι έτσι έμειναν για πάντα ανεξόφλητα. Λέγεται ότι κάποιοι αφελείς χωρικοί ελπίζοντας να βρουν το δίκιο τους προσκόμισαν αυτά τα χαρτονομίσματα στις τράπεζες απαιτώντας μάλιστα την εξόφλησή τους, αλλά αντί χρημάτων εισέπραξαν κατηγορίες ως συνεργάτες των ανταρτών.
Οι τελευταίες δραχμές
Κυκλοφόρησαν το 2000 και ήταν μία σειρά νικέλινων κερμάτων αξίας 500 δραχμών σε 6 διαφορετικούς τύπους με αντίστοιχες Ολυμπιακές παραστάσεις. Επρόκειτο για αναμνηστικά κέρματα με αφορμή τους επερχόμενους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004, αλλά ήταν και κανονικής κυκλοφορίας. Τα περισσότερα από αυτά έχουν συγκεντρωθεί σε μεγάλο βαθμό από έμπορους και συλλέκτες σε Ελλάδα και εξωτερικό, καθώς στο μέλλον αναμένεται ραγδαία αύξηση της αξίας τους. Τα αποθέματα της Τράπεζας της Ελλάδος ήταν ήδη εξαντλημένα από τα μέσα του 2001.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου